-
1 ἀνέκαθεν
-
2 ἀν-έκαθεν
ἀν-έκαθεν, a) von oben herab, = ἄνωϑεν, u. damit vrbdn, Aesch. Ch. 421; vgl. 315; Eum. 347; ἡ ἀν. φορά Plut. Num. 13. – b) von der Zeit, von Alters, von den Ahnen her, ursprünglich, oft bei Her., auch ἀνέκαϑε, z. B. ἔοντες ἀνέκαϑεν Πύλιοι 5, 65; τὰ ἀνέκαϑεν 6, 35; ἔσαν τὰ ἀν. λαμπροί 6, 125; τὸ ἀνέκαϑεν Ἀργείων ἄποικοι γεγόνασι Pol. 16, 12, 2, der auch ἀν. κατηγορεῖν, ποιεῖσϑαι τὴν ἐξήγησιν sagt, 5, 16, 6. 2, 35, 10, von Anfang an.
-
3 οὐρίζω [2]
οὐρίζω (von οὖρος, günstiger Wind), unter günstigen Wind bringen, gew. übertr. zu Glück verhelfen, in eine günstige Lage bringen, beglücken; absolut, τὸν αὐτὸν αἰεὶ δαίμον' οὐριεῖν τύχης, Aesch. Pers. 594, vgl. Ch. 315, τί σοι φάμενος ἢ τί ῥέξας τύχοιμ' ἀνέκαϑεν οὐρίσας; von fern her Glück, d. i. Rache und Heil bringend; ὅς τ' ἐμὰν γᾶν φίλαν κατ' ὀρϑὸν οὔρισας, Soph. O. R. 696. Vgl. ἐπουρίζειν.
-
4 ἄγκαθεν
См. также в других словарях:
ἀνέκαθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέκαθεν — (AM ἀνέκαθεν) επίρρ. χρον. εξαρχής, από την αρχή, από καταγωγή αρχ. τοπ. από ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + εκάς («άνω, μακριά») + καταλ. θεν] … Dictionary of Greek
ανέκαθεν — επίρρ. χρον., εξαρχής, πάντα: Ανέκαθεν ήταν άνθρωπος σφιχτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τἀνέκαθεν — ἀνέκαθεν , ἀνέκαθεν indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek