-
1 ξυγγραφω
(ᾰ) тж. med.1) записывать(τὰ ῥήματά τινος Xen.)
τὰ θεσπισάσης τές Πυθίης συγγράψασθαι Her. — записать вещания Пифии2) описывать(ἀτρεκέως τι Her.; τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὴ Ἀθηναίων Thuc.)
τέν ξυμβουλέν περί τινος σ. Plat. — письменно излагать мнение о чем-л.3) писать (преимущ. в прозе), сочинять(ἐπαίνους Plat.)
μέ ποιεῖν μηδὲ σ. Plat. — не писать ни стихов, ни прозы;ὅ τέν ὀψοποιΐαν συγγεγραφώς Plat. — автор сочинения о поваренном искусстве;λόγος συγγεγραμμένος Plat. — (заранее) составленная речь;τοὺς νόμους συγγράφεσθαι Xen. — составлять законы;συγγράφεσθαι εἰρήνην πρός τινα Isocr. — заключать мирный договор с кем-л.;συγγράφεσθαι γάμον Plut. — заключать брачный договор4) составлять законопроекты, писать законы(οἱ ἐν τῷ δήμῳ συγγραφόμενοι Plat.)
5) составлять или подписывать договорξυνεχώρησαν ἐφ΄ οἷς ἠξίουν καὴ ξυνεγράψαντο Thuc. — (лакедемоняне) согласились на требования (аргосцев) и заключили договор;
συγγράφεσθαι ἐς ἐμπόριον Dem. — заключить договор о доставке в порт6) писать, рисовать(χέν συγγεγραμμένος Arph.)
7) (лат. conscribo) вносить в сенаторские спискитолько в выраж.
πατέρες συγγεγραμμένοι Plut. = лат. patres conscripti -
2 συγγραφω
(ᾰ) тж. med.1) записывать(τὰ ῥήματά τινος Xen.)
τὰ θεσπισάσης τές Πυθίης συγγράψασθαι Her. — записать вещания Пифии2) описывать(ἀτρεκέως τι Her.; τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὴ Ἀθηναίων Thuc.)
τέν ξυμβουλέν περί τινος σ. Plat. — письменно излагать мнение о чем-л.3) писать (преимущ. в прозе), сочинять(ἐπαίνους Plat.)
μέ ποιεῖν μηδὲ σ. Plat. — не писать ни стихов, ни прозы;ὅ τέν ὀψοποιΐαν συγγεγραφώς Plat. — автор сочинения о поваренном искусстве;λόγος συγγεγραμμένος Plat. — (заранее) составленная речь;τοὺς νόμους συγγράφεσθαι Xen. — составлять законы;συγγράφεσθαι εἰρήνην πρός τινα Isocr. — заключать мирный договор с кем-л.;συγγράφεσθαι γάμον Plut. — заключать брачный договор4) составлять законопроекты, писать законы(οἱ ἐν τῷ δήμῳ συγγραφόμενοι Plat.)
5) составлять или подписывать договорξυνεχώρησαν ἐφ΄ οἷς ἠξίουν καὴ ξυνεγράψαντο Thuc. — (лакедемоняне) согласились на требования (аргосцев) и заключили договор;
συγγράφεσθαι ἐς ἐμπόριον Dem. — заключить договор о доставке в порт6) писать, рисовать(χέν συγγεγραμμένος Arph.)
7) (лат. conscribo) вносить в сенаторские спискитолько в выраж.
πατέρες συγγεγραμμένοι Plut. = лат. patres conscripti
См. также в других словарях:
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που … Dictionary of Greek
Ανανίας — I Όνομα διαφόρων ιερωμένων και θεολόγων. 1. Αρχιεπίσκοπος Σιναίου (1661 70). Κατέφυγε στον πάπα της Ρώμης, όταν δεν κατάφερε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων στον οποίο υπαγόταν. Καθαιρέθηκε για τον λόγο αυτό το 1670. 2. Α. Α’.… … Dictionary of Greek
Άγις — I Όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Ά. Α’ (11ος αι. π.Χ.). Μυθικός κατακτητής του Έλους, γενάρχης των Αγιαδών, έκτος απόγονος του Ηρακλή. 2. Ά. B’ (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης. Καταγόταν από το γένος των Ευρυπωντιδών.… … Dictionary of Greek
πάνορμος — I Όνομα διαφόρων αρχαίων πόλεων και λιμανιών. 1. Λιμάνι στην Ερυθρά, που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. 2. Λιμάνι της Αττικής στη Λαυρεωτική, ανάμεσα στο Σούνιο και την Κυνόσουρα του Μαραθώνα, γνωστό σήμερα με το όνομα Μαντρί,… … Dictionary of Greek
Ποτίδαια — Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, αποικία των Κορινθίων. Χτίστηκε περίπου το 600 π.Χ., σχετίστηκε με τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου, την κατέστρεψε ο Φίλιππος το 356 π.Χ. και την ξανάχτισε ο Κάσσανδρος το 316 π.Χ. με την ονομασία Κασσάνδρεια.… … Dictionary of Greek
Ελλήνιον — I Ονομασία κτισμάτων της Αιγύπτου κατά την αρχαιότητα. 1. Ναός στη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου, που αποκαλύφθηκε το 1885 από τον αρχαιολόγο Φλίντερ Πέτρι. Τον ίδρυσαν οι ιωνικές πόλεις Χίος, Τέως, Φώκαια και Κλαζομενές, οι δωρικές Ρόδος, Κνίδος και… … Dictionary of Greek
Κίτσος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Ήταν αδελφός της Κυρα Βασιλικής, γυναίκας του Αλή Πασά. Πριν από την Επανάσταση υπηρέτησε στην αυλή του Αλή και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε από αυτόν για τις συνεννοήσεις του με τους… … Dictionary of Greek
Κλέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σπαρτιάτης στρατηγός (450; – 401 π.Χ.). Διετέλεσε πολλές φορές ναύαρχος των Λακεδαιμονίων κατά την τελευταία περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου. Το 403 διορίστηκε αρμοστής της πόλης του Βυζαντίου. Η… … Dictionary of Greek
Κυνός Σήμα — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Ακρωτήριο της Θρακικής χερσονήσου, στα Ν της Μαδύτου, στο στενό του Ελλησπόντου. Εκεί –σύμφωνα με την παράδοση– είχε ταφεί η Εκάβη, μεταμορφωμένη σε σκύλο. Το ακρωτήριο έγινε ονομαστό από τη νικηφόρα ναυμαχία των… … Dictionary of Greek