-
1 τέρας
τέρας, ατος, ep. αος, τό, nom. plur. τὰ τέρατα, ep. τέραα, Od. 12, 394, auch τερᾱατα, D. Per. 604, u. τέρᾱ, Ap. Rh. 4, 1410, gen. τερῶν, ep. τεράων, Hom., wie dat. τεράεσσι, – Zeichen, Wunderzeichen, Vorzeichen, von jeder außerordentlichen, nicht im gewöhnlichen Laufe der Natur begründeten Naturerscheinung, in der man eine Hindeutung auf die Zukunft, ein Zeichen eines Gottes zu erkennen meint, portentum u. prodigium; αἰόλον ὄφιν, Διὸς τέρας αἰγιόχοιο, Il. 12, 209; εἰ ἐτεόν γέ τι οἶσϑα Διὸς τέρας, Od. 16, 320; ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε τέρας Ζεύς, Il. 2, 324, vgl. 4, 76; ἴριδας Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε τέρας μερόπων ἀνϑρώπων, 11, 28, vgl. 17, 548; ἔκτοσϑεν δὲ Διὸς τέρας ἄλλο φανήτω, Od. 20, 101, wo ein Donnerschlag bei heiterm Himmel folgt; vgl. 21, 415, von einem Seher gerühmt ϑεοπρόπος, ὃς σάφα ϑυμῷ είδείη τεράων, Il. 12, 229; ϑεῶν τεράεσσι πιϑήσας, 4, 398 u. öfter; τέρας πολέμοιο, das Schreckenszeichen des nahe bevorstehenden Kampfes, 11, 4; vgl. Hes. Th. 744; παρκείμενον συλλαβὼν τέρας, Pind. Ol. 13, 73; ἔννεπε τέρας, 8, 41; τέρας ϑαυμάσιον ἰδέσϑαι, P. 1, 26; Aesch. Prom. 834 nennt die weissagenden Eichen Dodona's so; φῆναι τέρας, Her. 6, 98; τέρας φαίνεται, 7, 57; τέρας γίγνεται, 8, 37; Soph. El. 487 u. öfter; Ar. Ran. 1338; Sp., τέρατα μεγάλα ἐπεσήμαινεν, Luc. V. H. 2, 41. – Bes. ein ungewöhnlich großes, furchtbares Thier, ein Unthier, Ungeheuer, wie die Schlange, Il. 12, 209 H. h. Apoll. 302, die Sphinx, Eur. Phoen. 813 Hipp. 1214; vgl. Aesch. Prom. 352 Ch. 541; der Kerberus heißt ἀπρόςμαχον τέρας, Soph. Tr. 1086; Eur. oft. – Eine Mißgeburt, Aesch. 3, 111; vgl. Plat. Crat. 393 b ff. – Bes. Himmelszeichen, sowohl Sterne, als feurige Lufterscheinungen, Il. 4, 76, auch der Regenbogen, 11, 27. 17, 547 (vgl. τείρεα). – Uebh. jede wundervolle Sache, Wunderwerk, aber auch eine wunderbar erscheinende Gaukelei, Blendwerk; οὐ τέρας, kein Wunder, nicht zu verwundern, Ar.; τέρας γὰρ ἂν εἴη, ὃ λέγεις, Plat. Theaet. 163 d; 164 b; τέρας λέγεις, εἰ, Men. 91 d, wie τέρας λέγεις καὶ ϑαυμαστόν, Hipp. mai. 283 c.
-
2 προ-σημαίνω
προ-σημαίνω, 1) vorher ein Zeichen geben, anzeigen, Zukünftiges vorher verkünden, ἃ ἔστ' ἄσημα, μάντεις προσημαίνουσιν, Eur. Suppl. 213; Her. 6, 27; ὅταν τοῖς Ἕλλησι τέρατα πέμπ οντες προσημαίνωσι, Xen. Mem. 1, 4, 15; οὐ προὔλεγον, οὐ προεσήμαινον ὴμῖν οἱ ϑεοὶ φυλάξασϑαι, Aesch. 3, 130. – 2) verkünden, bekannt machen, befehlen, τινί τι, Eur. Med. 725; vom Herolde, Her. 6, 77; c. inf., von der Pythia, 6, 123.
-
3 εὐ-σύμ-βολος
εὐ-σύμ-βολος, 1) = Vor., εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Aesch. Ch. 168; τέρατα προφανῆ καὶ εὐσ. D. Cass. 40, 17. – 21 von guter Vorbedeutung, πρός τι, Plut. Demetr. 12; Ael. H. A. 3, 9. – 3) gut zum Verkehr, zum Umgange passend, ξένοισί τ' εὐξύμβολοι δίκαι Aesch. Suppl. 682; Xen. Mem. 2, 6, 5 von Freunden, umgänglich; vgl. Antiph. bei Harpocr. p. 90. – Adv., Poll. 5, 139.
-
4 ἐκ-θύω [2]
ἐκ-θύω (s. ϑύω), hinopfern, bes. zur Sühnung, Soph. El. 562; hinopfern, zu Grunde richten, Eur. Or. 188 Cycl. 370. – Med., durch ein Opfer aus-, versöhnen, ἄγος Her. 6, 91; τέρατα D. Cass. 41, 14; ὑπέρ τινος, für Einen ein Sühnopfer darbringen, um ein Unglück von ihm abzuwenden, Plut. Alex. 50; ἐκϑύσασϑαι ϑεοῖς Strab. 6, 2, 11.
См. также в других словарях:
τέρατα — τέρας sign neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σημεῖα καὶ τέρατα. — См. Знамения и чудеса … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τέρατ' — τέρατα , τέρας sign neut nom/voc/acc pl τέρατι , τέρας sign neut dat sg τέρατε , τέρας sign neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ДИВИНАЦИЯ — • Divinatio, 1. искусство и дар гадания, μαντική, т. е. τέχνη. Вера в способность людей предсказывать будущее посредством возбужденной божественной силы и узнавать волю богов, не пользуясь обыкновенными средствами ума, встречается во… … Реальный словарь классических древностей
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek
Στυμφαλίδες όρνιθες — Τερατώδη πουλιά της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που ζούσαν στη λίμνη Στυμφαλία. Τίναζαν με φοβερή δύναμη τα φτερά τους σαν βέλη, κατάστρεφαν και μόλυναν τους καρπούς και τα φυτά και τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες, που κατασπάραζαν στις πυκνές… … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
κητόδορπος — κητόδορπος, ον (Α) αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» η συμφορά τού να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τόν φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινό… … Dictionary of Greek