Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὰ+σχήματα

  • 1 Figure

    v. intrans.
    Appear, be seen: P. and V. φαίνεσθαι; see Appear.
    ——————
    subs.
    Shape: P. and V. σχῆμα, τό, εἶδος, τό, δέα, ἡ, μορφή, ἡ (Plat.), V. μόρφωμα, τό.
    Appearance: P. and V. ὄψις, ἡ.
    Effigy: P. and V. γαλμα, τό, εἰκών, ἡ, Ar. and P. ἀνδρις, ὁ.
    Effigy of a god: P. and V. γαλμα, τό, Ar. and V. βρέτας, τό.
    Moulded figure: Ar. and P. πλάσμα, τό.
    Number: P. and V. ριθμος, ὁ.
    The figure one: P. μονάς, ἡ.
    The figure two: P. δυάς, ἡ.
    Figure in geometry: P. διάγραμμα, τό.
    A square figure: P. χωρίον τετράγωνον.
    Figure of speech: Ar. and P. εἰκών, ἡ.
    To use a figure of speech: P. ὡς ἔπος εἰπεῖν, V. ὡς εἰπεῖν ἔπος.
    Figures in dancing: P. and V. σχήματα, τά (Eur., Cycl. 221).
    Perform figures: P. σχήματα σχηματίζειν (Plat.), or Ar. σχηματίζειν alone ( Pax, 324).
    Figures in relief on shields, etc.: V. τυποί, οἱ (Eur., Phoen. 1130).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Figure

  • 2 орнамент

    ο μαίανδρος (το διακοσμητικό σχέδιο αποτελούμενο από γεωμετρικά σχήματα σε διαδοχική σειρά), το μοτίβο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орнамент

  • 3 структура

    η υφή, η δομή, η διάρθρωση, ο ιστός
    видманштеттова - η δομή/τα σχήματα του Βιντμανσταίττεν
    -капиталовложений эк. - των επενδύσεων
    кристаллическая - η κρυσταλλική δομή, οκρυσταλλικός ιστός
    - маркетинга (фин.
    эк.) - της αγοραλογίας
    - του μάρκετιγκ(ξεν.)
    мелкозернистая - η λεπτόκοκκοςδομή/υφή
    - рынка эк. - της αγοράς
    - сезонных колебаний торг. - των εποχι(α)κών διακυμάνσεων
    - спроса торг. - της ζήτησης
    торг.) - των τιμών

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > структура

  • 4 compass rose

    (the circular drawing showing directions on a plan or map.) κυκλικά σχήματα σε χάρτη που δείχνουν πορεία

    English-Greek dictionary > compass rose

  • 5 вытатуировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ.
    καταστίζω, διαστίζω το σώμα (με σχήματα, γραφές).

    Большой русско-греческий словарь > вытатуировать

  • 6 изрисовать

    -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изрисованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. γεμίζω με σχέδια, σχήματα.

    Большой русско-греческий словарь > изрисовать

  • 7 изрисовывать(ся)

    ρ.δ.
    βλ. изрисовать.
    πληρούμαι,/ γεμίζω με σχέδια, σχήματα.

    Большой русско-греческий словарь > изрисовывать(ся)

  • 8 конгруэнтный

    επ. (μαθ.) συμπίπτων (για γεωμετρικά σχήματα).

    Большой русско-греческий словарь > конгруэнтный

  • 9 мёртвый

    επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы
    1. νεκρός, πεθαμένος•

    -ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•

    приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.

    2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•

    мёртвый вид νεκρική όψη•

    -ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•

    на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•

    мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•

    -ые знания νεκρές γνώσεις•

    -ые краски εξίτηλα χρώματα.

    3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.
    εκφρ.
    - ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•
    - ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•
    мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•
    - ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.
    4. (αερπ.) το λούπιγκ•
    - ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•
    - ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•
    - ая природа – νεκρή φύση•
    - ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•
    мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•
    мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•
    мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•
    мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•
    ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•
    пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•
    спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > мёртвый

  • 10 расписать

    ρ.σ.μ.
    1. γράφω, αντιγράφω•

    расписать роли пьеса αντιγράφω τους ρόλους του θεατρικού έργου,

    2. καταγράφω, καταχωρώ. || κατανέμω, γράφω, καθορίζω με τη σειρά.
    3. διακοσμώ (με σχήματα, χρώματα).
    4. μτφ. περιγράφω λεπτομερώς• ωραιοποιώ.
    1. υπογράφω•

    прочтите и -тесь διαβάστε και υπογράψτε•

    расписать на ведомости υπογράφω στον κατάλογο.

    || μτφ. παραδέχομαι, ομολογώ, αναγνωρίζω•

    расписать в собственном невежестве παραδέχομαι την αμάθεια μου.

    2. δηλώνω το γάμο στο ληξιαρχείο.
    3. με τραβά το γράψιμο, ξεχνιέμαι γράφοντας.

    Большой русско-греческий словарь > расписать

  • 11 украсить

    ρ.σ.μ. στολίζω, διακοσμώ• εξωραίζω•

    украсить дом στολίζω το σπίτι•

    украсить город εξωραΐζω την πόλη•

    украсить цветами ανθοστολίζω•

    украсить венком στολίζω με στεφάνι (στεφανώνω)•

    украсить флагами σημαιοστολίζω•

    украсить картинами εικονοστολίζω.

    || μτφ. ωραιοποιώ, ομορφαίνω•

    украсить речь риторическими фигурами ομορφαίνω το λόγο με ρητορ ικά σχήματα•

    украсить жизнь ωραιοποιώ τη ζωή.

    στολίζομαι,• εξωραΐζομαι. || ομορφαίνω, ωραιοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > украсить

  • 12 фигура

    θ.
    1. παλ. μορφή, σχήμα• είδος• φιγούρα•

    фигура земли η μορφή της γης.

    2. σχήμα.• геометрические -ы γεωμετρ ικά σχήματα.
    3. φιγούρα χορού.
    4. μορφή λόγου•

    риторическая фигура ρητορικό σχήμα.

    || γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση ανθρώπου ή ζώου εικόνα η μορφή•

    восковые -ы μορφές από κερί.

    5. κορμοστασιά, παράστημα, φόρμα, κόψη;•

    строиная фигура ωραία κορμοστασιά.

    6. άνθρωπος, πρόσωπο,άτομο•

    -подозрительная фигура ύποπτο πρόσωπο.

    || προσωπικότητα•

    крупная политическая фигура μεγάλη πολιτικήπροσωπικότητα.

    || φιγούρα παιγνιόχαρτου. || (στο σκάκι)δύναμη (βασιλιάς -ίλισσα, ο πύργος, ο αξιωματικός και το άλογο) σε αντίθεση με τα πιόνια.
    εκφρ.
    высшего пилотажа – αεροπορικές επιδείξεις ή ακροβασίες.

    Большой русско-греческий словарь > фигура

  • 13 читать

    ρ.δ., μτχ. ενστ. читающий, παθ. μτχ. ενστ. читаемый, βρ: -таем, -а, -о παθ. μτχ. παρλθ. χρ. читанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. διαβάζω, αναγι(γ)νώσκω•

    читать газету διαβάζω εφημερίδα•

    читать книгу διαβάζω το βιβλίο•

    он не умеет читать αυτός δεν ξέρει να διαβάζει•

    читать вслух διαβάζω φωναχτά•

    читать по слогам διαβάζω συλλαβιστά•

    читать про себя διαβάζω με το νου μου•

    читать бегло διαβάζω ελεύθερα, φευγαλέα.

    2. κατανοώ, καταλαβαίνω (παρατηρώντας σχήματα, σημάδια)•

    читать чертежи διαβάζω τα σχέδια•

    читать ноты διαβάζω τις νότες.

    3. διαγιγνώσκω, διαβλέπω, διορώ•

    читать мысли διαβάζω τις σκέψεις.

    4. απαγγέλλω•

    читать стих απαγγέλλω ποίημα.

    || κηρύσσω• κάνω διάλεξη, μιλώ. || διδάσκω•

    он -ет в институте αυτός διδάσκει στο Ινστιτούτο.

    εκφρ.
    читать наставления ή правоучния, нотации) – νουθετώ, συνετίζω, κατηχώ, διαβάζω, παραινώ.
    διαβάζομαι•

    надпись -ется с трудом η επιγραφή διαβάζεται με δυσκολία (είναι δυσανάγνωστη)•

    роман –ется всеми το μυθιστόρημα διαβάζεται απ όλους•έχω διάθεση για διάβασμα•

    мне что-то не -ется κάπως δεν έχω διάθεση για διάβασμα.

    || διαγιγνώσκομαι, διαφαίνομαι, διαβλεπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > читать

  • 14 Antics

    subs.
    Sport: P. and V. παιδιά, ἡ.
    Posturing: P. and V. σχήματα, τά (Eur., Cycl. 221).
    Monkey tricks: Ar. πιθηκισμοί, οἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Antics

  • 15 Capers

    subs.
    In dancing: P. and V. σχήματα, τά (Eur., Cycl. 221, also Ar.), Ar. στρόβιλοι, οἱ.
    Cut capers, v.: Ar. σχηματίζειν ( Pax, 324).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Capers

  • 16 Step

    subs.
    Of a ladder, etc.: P. and V. βάθρον, τό (Lys.).
    Rung: Ar. and V. κλιμακτήρ, ὁ, V. ἐνήλατα, τά.
    Steps of ladders: V. κλιμάκων προσαμβσεις, αἱ.
    Shall we mount the steps of the house: V. πότερα δωμάτων προσαμβάσεις ἐκβησόμεσθα (Eur., I. T. 97).
    Flight of steps: P. ἀναβαθμός, ὁ (Hdt.).
    Act of stepping: Ar. and V. βσις, ἡ, βῆμα, τό.
    Step in the dance: Ar. χορείας βάσις.
    Steps in dancing: P. and V. σχήματα, τά (Eur., Cycl. 221).
    Footstep: P. and V. ἴχνος, τό, V. στβος, ὁ (also Xen.).
    Let us turn our steps from this path: V. ἔξω τρίβου τοῦδʼ ἴχνος ἀλλαξώμεθα (Eur., El. 103).
    Foot: P. and V. πούς, ὁ, βσις, ἡ (Plat. but rare P.), V. ἔμβασις, ἡ.
    Manner of walking: P. βαδισμός, ὁ, βάδισμα, τό, Ar. and P. βδισις, ἡ (Xen.), V. ἤλυσις, ἡ.
    Proceeding, measure: P. and V. πρᾶγμα, τό, P. προαίρεσις, ἡ.
    Take steps, v.: P. and V. βουλεύεσθαι.
    Step by step: Ar. and P. βδην (Xen.).
    Gradually: Ar. and P. κατ μικρόν, P. κατὰ βραχύ, κατʼ ὀλίγον.
    Make a false step: P. and V. μαρτνειν, σφάλλεσθαι, πταίειν, P. διαμαρτάνειν.
    Follow in one's steps: use imitate.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. βαδίζειν (also Ar. rare V.), Ar. and V. βαίνειν, στείχειν, πατεῖν.
    Step in the dance: P. βαίνειν, ἐμβαίνειν (Plat., Alci I. 108A and C); see Dance.
    Step forward: see Advance.
    Step forth from: P. and V. ἐκβαίνειν (ἐκ, gen. or gen. alone).
    Step upon, set foot on: P. and V. ἐπιβαίνειν (gen.), ἐμβαίνειν (P. εἰς, acc. V. acc. gen. or dat.), V. ἐπεμβαίνειν (acc. gen. or dat.), ἐμβατεύειν (acc. or gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Step

См. также в других словарях:

  • σχήματα — σχή̱ματα , σχῆμα form neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητορικά σχήματα — Καθιερωμένοι τύποι όχι κοινών γλωσσικών εκφράσεων, που έχουν σκοπό να καλλωπίζουν τον λόγο. Ως τεχνική του ωραίου γραψίματος, η ρ. διέκρινε το αντικείμενό της σε δυο χωριστές σφαίρες: την επινόηση, δηλαδή την εκλογή και τη διαδοχική σειρά των… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»