Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὰ+συμβόλαια

  • 1 Business

    subs.
    Affair, work: P. and V. πρᾶγμα, τό, ἔργον, τό, πρᾶξις, ἡ, Ar. and V. πρᾶγος, τό, V. ἔργμα, τό.
    Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ασχολία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ.
    Handicraft: Ar. and P. χειρουργία, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ, P. and V. τέχνη, ἡ.
    Object of attention: P. and V. σπουδή, ἡ.
    Duty, work: P. and V. ἔργον, τό.
    Do business, v.: Ar. and P. χρηματίζειν.
    Business dealings: P. συμβόλαια, τά.
    Do business with, v.: P. συμβάλλειν (dat., or πρός, acc.); see have dealings with, under Dealings.
    The business of banking: P. ἡ ἐργασία τῆς τραπέζης (Dem. 946).
    There having been many business transactions between us: P. πολλῶν συμβολαίων ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους γεγενημένων (Lys. 102).
    Man of business: P. χρηματιστής, ὁ.
    Agent, steward: P. and V. ταμίας, ὁ.
    Be a bad man of business: P. μὴ χρηστὸς εἶναι περὶ τὰ συμβόλαια (Isoc. 292A).
    Mind one's own business: P. and V. τὰ αὑτοῦ πράσσειν.
    None saw them save those whose business it was to know: P. ᾔσθετο οὐδεὶς εἰ μὴ... οἷς ἐπιμελὲς ἦν εἰδέναι (Thuc. 4, 67).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Business

  • 2 Commercial

    adj.
    Ar. and P. ἐμπορικός.
    Have commercial dealings with: P. συμβόλαια συμβάλλειν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commercial

  • 3 Dealings

    subs.
    Intercourse: P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, συνουσία, ἡ, P. ἐπιμιξία, ἡ, κοινωνήματα, τά, V. συναλλαγαί, αἱ; see Intercourse.
    Have dealings with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.), κοινοῦσθαι ( dat), συναλλάσσειν (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.) (Dem. 925), συμμίγνυσθαι (dat.), P. ἐπιμιγνύναι (dat.) (or pass.), Ar. and P. συμμιγνναι (dat.).
    Business dealings, subs.: P. συμβόλαια, τά.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dealings

  • 4 Relation

    subs.
    Narration: P. διήγησις, ἡ, διέξοδος, ἡ (Plat.); see also Narrative.
    Kindred: use adj., P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, ναγκαῖος, προσήκων, V. σύγγονος, ὁμόσπορος, σναιμος, ὅμαιμος, ὁμαίμων; see Kindred.
    Relations: P. and V. οἱ ναγκαῖοι, οἱ προσήκοντες, V. οἱ πρὸς αἵματος.
    Polybus was no relation to you: V. ἦν σοι Πόλυβος οὐδὲν ἐν γένει (Soph., O.R. 1016).
    Relation by marriage: P. and V. κηδεστής, ὁ, V κήδευμα, τό, γαμβρός, ὁ, Ar. and V. κηδεμών, ὁ.
    Intercourse: P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, P. ἐπιμιξία, ἡ; see Intercourse.
    Business relations: P. τὰ συμβόλαια.
    Mutual relations: P, ἡ πρὸς ἀλλήλους χρεία (Plat., Rep. 372A).
    Relations with a person: P. and V. τὰ πρός τινα.
    Women's relations with men are difficult: V. τὰ γὰρ γυναικῶν δυσχερῆ πρὸς ἄρσενας (Eur., Ion, 398). What relation is there between? P. and V. τίς κοινωνία; with two genitives.
    Have relations with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.); see have intercourse with, under Intercourse.
    I think we may find this important for discovering the nature of courage namely in what relation it stands to the other parts of virtue: P. οἶμαι εἶναί τι ἡμῖν τοῦτο πρὸς τὸ ἐξευρεῖν περὶ ἀνδρείας, πρὸς τἄλλα μόρια τὰ τῆς ἀρετῆς πῶς ποτʼ ἔχει (Plat., Prot. 353B).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Relation

  • 5 Repudiate

    v. trans.
    Disclaim: P. and V. παξιοῦν (Eur., El. 256).
    Disown: P. and V. πειπεῖν, ναίνεσθαι (Dem. and Plat. but rare P.), V. πεύχεσθαι (Æsch., Eum 608).
    Reject: P. and V. πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.), διωθεῖσθαι, Ar. and V. ποπτειν.
    Stand aloof from: P. and V. φίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).
    Disinherit: P. ἀποκηρύσσειν.
    Deny: P. and V. ἀρνεῖσθαι, παρνεῖσθαι, ἐξαρνεῖσθαι, V. καταρνεῖσθαι.
    Repudiate a debt: P. ἐξαρνεῖσθαι (Plat., Rep. 465C).
    He repudiates the contract he swore to Athenodorus to observe: P. ἃς ὤμοσε πρὸς τὸν Ἀθηνόδωρον συνθήκας ἔξαρνος γίγνεται (Dem. 677).
    Nothing will prevent all contracts from being repudiated: P. οὐδὲν κωλύσει ἅπαντα τὰ συμβόλαια διαλύεσθαι (Dem. 1297).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Repudiate

  • 6 Transaction

    subs.
    Act of performing: P. and V. πρᾶξις, ἡ, P. διάπραξις, ἡ.
    Thing done: P. and V. πρᾶγμα, τό, πρᾶξις, ἡ, ἔργον, τό.
    Business transactions: P. συμβόλαια, τά; see also Dealings.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Transaction

См. также в других словарях:

  • συμβόλαια — συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμβόλαι' — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl συμβόλαιε , συμβόλαιος of masc voc sg συμβόλαιαι , συμβόλαιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμβόλαια — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβολαίας — συμβολαίᾱς , συμβόλαιος of fem acc pl συμβολαίᾱς , συμβόλαιος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβόλαι' — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl συμβόλαιε , συμβόλαιος of masc voc sg συμβόλαιαι , συμβόλαιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • образъ — ОБРАЗ|Ъ (2058), А с. 1.Внешний вид. облик: ли ˫ако же мѣдѧна˫а зми˫а. образъ ѹбо имѧше змиинъ. Изб 1076, 227; еи чадо. бѹдеть ти ˫ако же ти с˫а обѣща ан҃глъ ˫авивъс˫а въ образѣ моѥмь. ЖФП XII, 46б; и сему чюду дивуемъсѧ. како ѿ персти создавъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»