-
1 Business
subs.Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ασχολία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ.Object of attention: P. and V. σπουδή, ἡ.Duty, work: P. and V. ἔργον, τό.Business dealings: P. συμβόλαια, τά.The business of banking: P. ἡ ἐργασία τῆς τραπέζης (Dem. 946).There having been many business transactions between us: P. πολλῶν συμβολαίων ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους γεγενημένων (Lys. 102).Man of business: P. χρηματιστής, ὁ.Agent, steward: P. and V. ταμίας, ὁ.Be a bad man of business: P. μὴ χρηστὸς εἶναι περὶ τὰ συμβόλαια (Isoc. 292A).Mind one's own business: P. and V. τὰ αὑτοῦ πράσσειν.None saw them save those whose business it was to know: P. ᾔσθετο οὐδεὶς εἰ μὴ... οἷς ἐπιμελὲς ἦν εἰδέναι (Thuc. 4, 67).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Business
-
2 Commercial
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commercial
-
3 Dealings
subs.Intercourse: P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, συνουσία, ἡ, P. ἐπιμιξία, ἡ, κοινωνήματα, τά, V. συναλλαγαί, αἱ; see Intercourse.Have dealings with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.), κοινοῦσθαι ( dat), συναλλάσσειν (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.) (Dem. 925), συμμίγνυσθαι (dat.), P. ἐπιμιγνύναι (dat.) (or pass.), Ar. and P. συμμιγνύναι (dat.).Business dealings, subs.: P. συμβόλαια, τά.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dealings
-
4 Relation
subs.Narration: P. διήγησις, ἡ, διέξοδος, ἡ (Plat.); see also Narrative.Kindred: use adj., P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, ἀναγκαῖος, προσήκων, V. σύγγονος, ὁμόσπορος, σύναιμος, ὅμαιμος, ὁμαίμων; see Kindred.Polybus was no relation to you: V. ἦν σοι Πόλυβος οὐδὲν ἐν γένει (Soph., O.R. 1016).Business relations: P. τὰ συμβόλαια.Mutual relations: P, ἡ πρὸς ἀλλήλους χρεία (Plat., Rep. 372A).Relations with a person: P. and V. τὰ πρός τινα.Women's relations with men are difficult: V. τὰ γὰρ γυναικῶν δυσχερῆ πρὸς ἄρσενας (Eur., Ion, 398). What relation is there between? P. and V. τίς κοινωνία; with two genitives.Have relations with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.); see have intercourse with, under Intercourse.I think we may find this important for discovering the nature of courage namely in what relation it stands to the other parts of virtue: P. οἶμαι εἶναί τι ἡμῖν τοῦτο πρὸς τὸ ἐξευρεῖν περὶ ἀνδρείας, πρὸς τἄλλα μόρια τὰ τῆς ἀρετῆς πῶς ποτʼ ἔχει (Plat., Prot. 353B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Relation
-
5 Repudiate
v. trans.Disclaim: P. and V. ἀπαξιοῦν (Eur., El. 256).Disown: P. and V. ἀπειπεῖν, ἀναίνεσθαι (Dem. and Plat. but rare P.), V. ἀπεύχεσθαι (Æsch., Eum 608).Stand aloof from: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).Disinherit: P. ἀποκηρύσσειν.Repudiate a debt: P. ἐξαρνεῖσθαι (Plat., Rep. 465C).He repudiates the contract he swore to Athenodorus to observe: P. ἃς ὤμοσε πρὸς τὸν Ἀθηνόδωρον συνθήκας ἔξαρνος γίγνεται (Dem. 677).Nothing will prevent all contracts from being repudiated: P. οὐδὲν κωλύσει ἅπαντα τὰ συμβόλαια διαλύεσθαι (Dem. 1297).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Repudiate
-
6 Transaction
subs.Act of performing: P. and V. πρᾶξις, ἡ, P. διάπραξις, ἡ.Thing done: P. and V. πρᾶγμα, τό, πρᾶξις, ἡ, ἔργον, τό.Business transactions: P. συμβόλαια, τά; see also Dealings.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Transaction
См. также в других словарях:
συμβόλαια — συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβόλαι' — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl συμβόλαιε , συμβόλαιος of masc voc sg συμβόλαιαι , συμβόλαιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβόλαια — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαίας — συμβολαίᾱς , συμβόλαιος of fem acc pl συμβολαίᾱς , συμβόλαιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβόλαι' — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl συμβόλαιε , συμβόλαιος of masc voc sg συμβόλαιαι , συμβόλαιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek
ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… … Dictionary of Greek
σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
образъ — ОБРАЗ|Ъ (2058), А с. 1.Внешний вид. облик: ли ˫ако же мѣдѧна˫а зми˫а. образъ ѹбо имѧше змиинъ. Изб 1076, 227; еи чадо. бѹдеть ти ˫ако же ти с˫а обѣща ан҃глъ ˫авивъс˫а въ образѣ моѥмь. ЖФП XII, 46б; и сему чюду дивуемъсѧ. како ѿ персти создавъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… … Dictionary of Greek