-
81 Знаки препинания
Τα σημεία της στίξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > Знаки препинания
-
82 измерение
1. (нахождение численного значения величины посредством сравнения с единицей меры) η μέτρηση 2. (проверка параметров, испытаний и др.) η μέτρησ/η, ο έλεγχος 3. мат. η διάστασ/ηв трёх - ях σε τρείς - εις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измерение
-
83 коллектор
тех. о συλλέκτ/ηςГребешки - а эл. σημεία στήριξης του - ηканализационный - о συλλεκτήρας της αποχέτευσης/των ομβρίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коллектор
-
84 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
85 ореол
кфт. η ανεπιθύμητη άλως που εμφανίζεται στα πολύ φωτισμένα σημεία στη φωτογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ореол
-
86 ореолообразование
кфт. η δημιουργία της ανεπιθύμητης άλω, που εμφανίζεται στα πολύ φωτισμένα σημεία στη φωτογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ореолообразование
-
87 подвеска
тех. η ανάρτηση, το σύστημα ανάρτησηςдверная - της θύρας/πόρταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подвеска
-
88 полёт
1. (перемещение чего-л. летящего) η πτήσηучебный - см. тренировочный -2. (птицы) το πέταγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полёт
-
89 препинание
грам.знаки - я τα σημεία της στίξης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > препинание
-
90 приправка
полигр. η ανάλογη αλλαγή της πίεσης σε ορισμένα σημεία του εκτυπωτή στο τυπογραφείο για ομοιόμορφη εκτύπωση, το πάτημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приправка
-
91 разнесение
1. (метод радиопередачи и приёма) η διαφορική λήψη/εκπομπήпространственное - η εκπομπή/λήψη από διάφορα σημείαчастотное - σε συχνότητα 2 (разделение во времени пространстве и т.п.) о διαχωρισμός, το διάστημαпространственное (разнесение антенн для осуществления метода) - των κεραιών σε απόστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разнесение
-
92 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
93 соприкосновение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соприкосновение
-
94 таль
το σύσπαστο, το πολύσπαστο, το παλάγκοэлектрическая - ηλεκτρικό -.тальвег το φαράγγι, το χαμηλότερο μέρος/τμήμα της κοιλάδαςη γραμμή συνδέουσα τα χαμηλότερα σημεία (της ποταμοκοι-λάδας, του φαραγγιού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таль
-
95 водяной
водян||ой Iприл1. (живущий или растущий в воде) ὑδρόβιος, ἐνυδρος:\водянойая пти́ца τό νηκτικό πτηνὅ \водянойые растения τά ὑδρόβια φυτά·2. (приводимый в действие водой) ὑδάτινος:\водянойа́я мельница ὁ νερόμυλος, ὁ ὑδρόμυλος· \водянойая турбина ἡ ὑδροτουρμπίνα· центральное \водянойое отопление ἡ κεντρική θέρμανσή ◊ \водянойые знаки τά ὑδάτινα σημεία, τά ὑδατόσημα.водяной IIм фольк. ὁ νεράιδος, τό στοιχείο τοῦ ποταμού. -
96 звездный
звездн||ыйприл ἐναστρος, ξάστερος:\звездныйое небо ὁ ἔναστρος οὐρανός· ◊ \звездный пробег спорт. ὁ ἀγωνας δρόμου (ἀπό διάφορα σημεία προς ἕνα κέντρο). -
97 ключевой
ключев||о́й Iприл:\ключевойые позиции воен. τά στρατηγικά σημεία.ключев||о́й IIприл τῆς πηγής, πηγαίος:\ключевойая вода́ νερό τής πηγής. -
98 командный
командн||ыйприл τής διοικήσεως, διοικητικός:\командныйая должность ἡ διοικητική θέση· \командный пункт ὁ σταθμός διοικήσεως· \командный состав τά μόνιμα στελέχη στρατού ἡ στόλου· ◊ \командныйые высоты τά δεσπόζοντα σημεία· \командныйое положение ἡ δεσπόζουσα θέση. -
99 корректурный
коррект||у́рныйприл τής διόρθωσης, διορθωτικός:\корректурныйу́рный оттиск см. корректура 2-\корректурныйу́рные знаки τά σημεία διορθωτοῦ. -
100 многое
мног||оес τά πολλά:\многое надо сделать πρέπει νά κάνουμε πολλά· во \многоеом πολύ, σέ πολλά σημεία.
См. также в других словарях:
σημεία — σημείᾱ , σημεία military standard fem nom/voc/acc dual σημείᾱ , σημεία military standard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σημεῖα καὶ τέρατα. — См. Знамения и чудеса … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σημεία — ἡ, ΜΑ βλ. σημαία … Dictionary of Greek
σημεῖα — σημεῖον mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοράκων λαρυγγισμοὶ — σημεῖα πνευμάτων καὶ ὄμβρων. — См. Каркать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σημείας — σημείᾱς , σημεία military standard fem acc pl σημείᾱς , σημεία military standard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημεῖ' — σημεῖα , σημεῖον mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημείαις — σημεία military standard fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek