-
1 παρρησιαζομαι
(fut. παρρησιάσομαι, aor. ἐπαρρησιασάμην; pf. pass. πεπαρρησίασμαι) говорить откровенно или смело, быть прямодушным(τινί τι и περί τινος, πρός τινα Plat.; πολλὰ κατά τινος Polyb.; ἃ γιγνώσκω πάνθ΄ ἁπλῶς πεπαρρησίασμαι Dem.)
τὰ πεπαρρησιασμένα Isocr. — свободные высказывания;παρρησιασάμενοι εἶπον NT. — они смело сказали
См. также в других словарях:
πεπαρρησιασμένα — παρρησιάζομαι speak freely perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπαρρησιασμένᾱ , παρρησιάζομαι speak freely perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπαρρησιασμένᾱ , παρρησιάζομαι speak freely perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)