-
1 σύν-θημα
σύν-θημα, τό, alles Verabredete, bes. ein verabredetes Zeichen, Her. 8, 7; übh. Zeichen, Anzeichen, ξυμφορᾶς ξύνϑημ' ἐμῆς, Soph. O. C. 46; παλαιὰν δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνϑήματα, Trach. 157, mit vorbedeutender, weissagender Schrift beschrieben; bes. ein verabredetes Wort, die Parole, Eur. Phoen. 1147 Her. 9, 98 Thuc. 4, 112 Xen., παραδιδόναι An. 7, 3, 34, παρῄει 6, 3, 25. – Uebh. Verabredung, Vertrag, οἷ τὰ Θησέως Πειρίϑου τε κεῖται πίστ' ἀεὶ ξυνϑήματα, Soph. O. C. 1590; ἀπό u. ἐκ συνϑήματος, verabredetermaßen, Her. 5, 74. 6, 121; τὰ παρὰ φύσιν συνϑήματα, Plat. Gorg. 492 c; ὡς ἀπὸ συνϑήματος, wie auf Verabredung, Jac. Philostr. imagg. p. 499; σύνϑημα ποιεῖσϑαι, eine Verabredung treffen, Xen. An. 4, 6, 20, dem 21 συντίϑεσϑαι entspricht; τὸ τῆς φιλίας σύνϑημα ποιεῖν, Pol. 29, 11, 3, u. öfter; ὥςπερ ὑπὸ συνϑήματι παραγίγνονται, wie auf Verabredung, Ael. H. A. 17, 5.
-
2 καλλ-ώπισμα
καλλ-ώπισμα, τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνϑήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.
См. также в других словарях:
καλλώπισμα — το (AM καλλώπισμα) [καλλωπίζω] το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει μσν. αρχ. το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος αρχ. 1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ… … Dictionary of Greek