-
1 παρά-κειμαι
παρά-κειμαι (s. κεῖμαι), daneben, dabei, an der Seite liegen, daneben gesetzt sein, stehen; τράπεζα, Il. 24, 476; ὀϊστόν, ὅς οἱ παρέκειτο, Od. 21, 416; u. in der Iterativform, παρεκέσκετο, 14, 521; übertr., ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσϑαι ἢ φεύγειν, euch liegt die Wahl vor, zu kämpfen oder zu fliehen, 22, 65; παρκείμενον τέρας, Pind. Ol. 13, 103; Ἀΐδᾳ παρακείμενος, Soph. Phil. 849; ἕτοιμον ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον, Plat. Tim. 72 c; Sp., ἡ παρακειμένη πύλη, das benachbarte, nächste Thor, Pol. 7, 16, 5, öfter; – übertr., ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; – τὰ παρακείμενα, das Vorgesetzte, die aufgetragenen Speisen, Pol. 3, 57, 8, Ath. IV, 157 a u. A. – Bei den Gramm. ist ὁ παρακείμενος, sc. χρόνος, tempus perfectum; τὰ παρακείμενα durch παράϑεσις, nicht σύνϑεσις verbundene Wörter, Gramm.
-
2 παράκειμαι
παρά-κειμαι, daneben, dabei, an der Seite liegen, daneben gesetzt sein, stehen; übertr., ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσϑαι ἢ φεύγειν, euch liegt die Wahl vor, zu kämpfen oder zu fliehen; ἡ παρακειμένη πύλη, das benachbarte, nächste Tor; übertr., ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtnis bewahrt; τὰ παρακείμενα, das Vorgesetzte, die aufgetragenen Speisen. Bei den Gramm. ist ὁ παρακείμενος, sc. χρόνος, tempus perfectum; τὰ παρακείμενα durch παράϑεσις, nicht σύνϑεσις verbundene Wörter -
3 μνήμη
μνήμη, ἡ, das Gedächtniß; Theogn. 798. 1114; μνήμ ην ϑ' ἁπάντων μουσομήτορ' ὲργάτιν, Aesch. Prom. 459; τάφου μνήμην τίϑεσϑαι, Eur. Phoen. 1579; εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο, aus der Erinnerung, Soph. O. R. 1131; μνήμην ἔχειν τινός, gedenken, ib. 1246 El. 238 u. öfter, wie Eur. I. A. 1103 Mel. 1599; Her. 1, 14. 4, 81 u. öfter; c. inf., Thuc. 2, 87 u. oft bei Plat. u. sonst in Prosa; auch μνήμην ποιεῖσϑαί τινος, Her. 1, 15. 5, 74, einer Sache Erwähnung thun, wie Thuc. 2, 54; auch περί τινος, Pol. 2, 7, 12, ὑπέρ τινος, 2, 71, 1 u. D. Sic. 15, 52; μνήμην ἐπασκέειν, Her. 2, 77, d. i. besonders das Studium der Geschichte; ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; ἐν μνήμῃ φυλάσσειν, Legg. VI, 783 c; παραδιδόναι τὰς αἰσϑήσεις ταῖς μνήμαις, Legg. XII, 964 e; auch neben κλέος, μνήμην παρέχεται, Conv. 209 d; u. = μνῆμα, Denkmal, ϑήσουσι κυπαριττίνας μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον καταγεγραμμένας, Legg. V, 741 c; μνῆμαι ἀγήρατοι, Lys. 2, 79; μνήμην λαβεῖν παρὰ φήμης, 2, 3; Sp. – Bei Hdn. 4, 8 ist ὁ τῆς βασιλείου μνήμης προεστώς der Vorsteher des kaiserlichen Archivs oder Kabinets.
-
4 μνήμη
μνήμη, ἡ, das Gedächtnis; εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο, aus der Erinnerung; μνήμην ἔχειν τινός, gedenken; μνήμην ποιεῖσϑαί τινος, einer Sache Erwähnung tun; μνήμην ἐπασκέειν, besonders das Studium der Geschichte; ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtnis bewahrt; μνῆμα, Denkmal; ὁ τῆς βασιλείου μνήμης προεστώς der Vorsteher des kaiserlichen Archivs oder Kabinetts
См. также в других словарях:
παρακείμενα — παράκειμαι lie beside perf part mp neut nom/voc/acc pl παράκειμαι lie beside pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακειμένας — παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside perf part mp fem acc pl παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside perf part mp fem gen sg (doric aeolic) παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside pres part mp fem acc pl παρακειμένᾱς , παράκειμαι lie beside pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακείμεν' — παρακείμενα , παράκειμαι lie beside perf part mp neut nom/voc/acc pl παρακείμενα , παράκειμαι lie beside pres part mp neut nom/voc/acc pl παρακείμενε , παράκειμαι lie beside perf part mp masc voc sg παρακείμενε , παράκειμαι lie beside pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… … Dictionary of Greek
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
παράκειμαι — ΝΑ και ποιητ. πάρκειμαι Ν (κυριολ. και μτφ.) βρίσκομαι κοντά σε κάποιον ή ενώπιον κάποιου αρχ. 1. ασκώ βία σε κάποιον, εξαναγκάζω κάποιον 2. παρεμβάλλομαι 3. είμαι επιτρεπτός 4. είμαι διαθέσιμος 5. γραμμ. α) αναφέρομαι, μνημονεύομαι σε κείμενα β) … Dictionary of Greek
πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… … Dictionary of Greek
αδενολιπωμάτωση — Διαταραχή της θρέψης, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό λιπωμάτων. Τα λιπώματα αυτά εντοπίζονται στον τράχηλο, στις μασχάλες και στην περιοχή των βουβώνων. Πρόκειται για καλοήθεις διογκώσεις, που μπορούν όμως να προκαλέσουν ενοχλήσεις, πιέζοντας… … Dictionary of Greek
Γκιώνα — I Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Βουνό (2.512 μ.) της Στερεάς Ελλάδας, το ψηλότερο της γεωγραφικής αυτής περιοχής, στο κέντρο του νομού Φωκίδος. Ορθώνεται μεταξύ της λεκάνης του Μόρνου και της κοιλάδας της Άμφισσας. Συνδέεται στα Β με το όρος… … Dictionary of Greek