-
1 asap
νεύρα! -
2 спинномозговой
(анат., мед.) εγκεφα-λονωτιαί/ος- ые нервы - α νεύρα, τα νωτιαία νεύραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спинномозговой
-
3 издерганный
издерга||нный1. прич. от издергать·2. прил разг (с расшатанной нервной системой) ξεχαρβαλωμένος, (άνθρωπος) μέ σπασμένα νεῦρα:\издерганный человек ἀνθρωπος μέ σπασμένα νεΰρα. -
4 издергаться
издерга||тьсяразг (стать болезненно-нервным) ξεχαρβαλώνομαι, σπάω:нервы \издергатьсялись τά νεῦρα μου Εχουν σπάσει; τά νεΰρα μου ξεχαρβαλώθηκαν. -
5 взвинтить
-нчу, -нтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвинченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.εξερεθίζω, εκνευρίζω, νευριάζω•взвинтить нервы ερεθίζω τα νεύρα.
εκφρ.взвинтить цены – ανεβάζω τις τιμές.ερεθίζομαι, εκνευρίζομαι, νευριάζω, -ομαι•нервы -лись τα νεύρα ερεθίστηκαν.
-
6 нерв
-а α.1. το νεύρο•зрительный нерв το οπτικό νεύρο•
слуховой нерв ακουστικό νεύρο•
двигательные -ы κινητικά νεύρα.
2. κέντρο•хозяйственные -ы οικονομικά κέντρα.
εκφρ.действовать на -ы – επιδρώ στα νεύρα•трепать (мотать) -ы – εκνευρίζω, εξοργίζω, μουρλαίνω. -
7 укрепить
ρ.σ.μ.1. στερεώνω, στεργιώνω πιο γερά• σταθεροποιώ• συνδέω πιο γερά•укрепить ш10-тину στερεώνω πιο γερά το φράγμα•
укрепить доску гвоздями καρφώνω γερά τη σανίδα.
|| μτφ. δυναμώνω•укрепить власть στεργιώνω την εξουσία•
-дружбу δυναμώνω τη φιλία.
2. τονώνω, ενισχύω•южный климат -ил его здоровье το νότιο κλίμα καλυτέρευσε την υγεία του•
укрепить нервы τονώνω τα νεύρα•
свежий воздух -ил его лгкие ο φρέσκος (καθαρός) αέρας τόνωσε τα πνευμόνια του.
3. (στρατ.) οχυρώνω•укрепить местность οχυρώνω την τοποθεσία•
укрепить город οχυρώνω την πόλη.
4. ισχυροποιώ, κραταιώνω•страну κάνω τη χώρα ισχυρή (κραταιά).
1. στερεώνομαι, στεργιώνομαι • σταθεροποιούμαι.2. δυναμώνω• τονώνομαι•нервы -лись τα νεύρα τονώθηκαν.
|| ισχυροποιούμαι.3. μτφ. θεμελιώνομαι, ριζώνω• μένω ακλόνητος, ακράδαντος•укрепить в своих убеждениях μένω ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου.
4. οχυρώνομαι•войска -лись на склонах горы τα στρατεύματα οχυρώθηκαν στις πλαγιές του βουνού.
-
8 успокоить
-кою, -коишьρ.σ.μ.1. ησυχάζω, καθησυχάζω, (η)μερεύω•успокоить больного καθησυχάζω τον άρρωστο•
успокоить детей καθησυχάζω τα παιδιά.
2. υποτάσσω, δαμάζω.3. καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω•успокоить зубную боль μαλακώνω τον πονόδοντο•
успокоить нервы καθησυχάζω τα νεύρα.
|| ηρεμίζω, ακινητώ, γαληνεύω, καλμάρω.1. ησυχάζω, γίνομαι ήσυχος, (η)μερεύω.2. ηρεμίζω, γαληνεύω, καλμάρω•море -лось η θάλασσα γαλήνεψε•
ветер -лся ο άνεμος κόπασε.
|| μτφ. αναπαύομαι•совесть -лась η συνείδηση αναπαύτηκε.
3. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, μαλακώνω•нервы -лись τα νεύρα μαλάκωσαν.
-
9 неврастеник
мед. о νευρασθενικός-ия η νευρα-σθένεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неврастеник
-
10 взвииченный
взви́иченн||ыйприл разг σέ ὑπερδιέγερση:\взвииченныйые иервы τά τεταμένα νεϋρα. -
11 выдержать
выдержатьсов, выдерживать несов1. ἀντέχω, βαστώ, τά βγάζω πέρα·2. перен (вытерпеть) ἀντέχω, κρατῶ, ὑπομένω:3. (вино и т. ἡ.) ἀφήνω νά παλιώσει· ◊ это не выдерживает критики αὐτό δέν ἀντέχει στήν κριτική· выдержать экзамен πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· \выдержать несколько изданий ἐκδίδομαι πολλές φορές. -
12 действовать
действоватьнесов1. (поступать) ἐνεργῶ, δρω, πράττω:\действовать осторожно ἐνεργώ προσεκτικά, ἐνεργῶ μέ περίσκεψη· \действовать сообща с кем-л. ἐνεργῶ (или δρω) ἀπό κοινοῦ (или μαζί) μέ κάποιον2. (функционировать) λειτουργώ/ δουλεύω, ἐργάζομαι (работать):у меня не \действоватьует нога δέν μπορώ νά κουνήσω τό πόδι μου·3. (чем-либо) χρησιμοποιώ:\действовать ножом χρησιμοποιώ μαχαίρι· \действоватьуя локтями, он выбрался из толпы σπρώχνοντας μέ τους ἀγκώνες, βγήκε ἀπό τό πλήθος·4. (оказывать действие) ἐπιδρϋ):\действовать на нервы πειράζω στά νεΰρα· \действовать успокоительно ἐπιδρῶ καταπραϋντικά, καταπραύνω· \действовать лаской χρησιμοποιώ χάδια· на него́ ничего не \действоватьует αὐτός δέν ἀκούει τίποτε·5. (о законе и т. п.) ἰσχύω. -
13 играть
игратьнесов в разн. знач. παίζω:\играть в футбол (в шахматы, в прятки) παίζω ποδόσφαιρο (σκάκι, κρυφτό)· \играть на бильярде παίζω μπιλιάρδο· \играть на скрипке (на рояле) παίζω βιολί (πιάνο)· ◊ \играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· \играть своей жизнью κινδυνεύω τή ζωή μου· солнце играет на поверхности воды ὁ ήλιος παίζει στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· улыбка играет на лице τό χαμόγελο σιγοπαίζει στό πρόσωπο· \играть на нервах ἐκνευρίζω, χτυπάω στά νεΰρα· \играть и а бирже παίζω στό χρηματιστήριο· \играть словами παίζω μέ τίς λέξεις· \играть кому́-л. на руку παίζω τό παιγνίδι κάποιου· это не играет роли δέν παίζει ρόλο· \играть первую скрипку παίζω τό πρῶτο βιολί. -
14 издергать
издерга||тьсов (привести в болезненно-нервное состояние) разг χαλνώ, ξεχαρβαλώνω:\издергатьть нервы σπάω τά νεϋρα. -
15 изматывать
изматыватьнесов разг ἐξαντλώ, καταπονώ, τσακίζω:\изматывать нервы τσακίζω τά νεύρα· \изматывать свои́ силы ἐξαντλώ τίς δυνάμεις μου. -
16 комок
комокм ὁ (σ)βῶλος (земли и т. п.)/ τό κουβάρι (бумаги)· ◊ свернуться в \комок γίνομαι κουβάρι, κουβαριάζομαι· \комок нервов εὐερέθιστος, ὅλος νεΰρα. -
17 нерв
нервм τό νεῦρο[ν]:двигательный \нерв τό κινητήριον νεϋρον тройничный \нерв τό τρίδυμον зрительный \нерв τό ὁπτικό νεύρο· ◊ действовать на \нервы кому́-л. χτυπῶ στά νεῦρα, ἐρεθίζω κάποιον играть на \нервах ἐρεθίζω, ἐκνευρίζω. -
18 портить
портитьнесов χαλ(ν)ῶ (μετ.), φθείρω, καταστρέφω / διαφθείρω, διαστρέφω (нравственно):\портить желу́док χαλ(ν)ῶ τό στομάχι μου· \портить аппетит χαλώ τήν ὅρεξη· \портить настроение кому-л. χαλ(ν)ῶ τό κέφι κάποιου· \портить себе кровь συγχίζομαι, χαλώ τό αίμα μου· \портить отношения χαλῶ τίς σχέσεις· э́то мне портит нервы αὐτό μοῦ χτυπάει στά νεῦρα \портиться χαλῶ (άμβτ.), Φθείρομαι / καταστρέφομαι (о зубах)/ σαπίζω, μουχλιάζω (об овощах):не \портиться °т жары, сырости ἀντέχει στήν ζέστη, στήν ὑγρασία[ν]. -
19 раздражать
раздраж||а́тьнесов1. ἐξάπτω, φουρκίζω/ ἐκνευρίζω (действовать на нервы):он меня \раздражатьа́ет μοῦ χτυπάει στά νεῦρα·2. физиол. ἐρεθίζω, ἐξερεθίζω. -
20 расшатанный
расшатанн||ыйI. прич. от расшатать-2. прил κλονισμένος:\расшатанныйое здоровье ἡ κλονισμένη ὑγεία· \расшатанныйые нервы τα τσακισμένα νεύρα
См. также в других словарях:
νευρά — νευρά̱ , νευρά string fem nom/voc/acc dual νευρά̱ , νευρά string fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νευράς fem voc sg νευρά̱ , νευρή fem nom/voc/acc dual νευρά̱ , νευρή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρᾷ — νευρά string fem dat sg (attic doric aeolic) νευρή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρά — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή) χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.) αρχ. λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
νεύρα — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * νεύρα, ἡ (Μ) 1. νεύρο 2. μυώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού νεῦρον (τὸ) με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
νευρά — η χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου από νεύρα ή έντερα ζώου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειοκινητικά νεύρα — Νεύρα του συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος τα οποία βρίσκονται στα τοιχώματα των αγγείων και προκαλούν τη συστολή ή τη διαστολή τους (αγγειοσυσταλτικά αγγειοδιασταλτικά). Έχουν τα κέντρα τους στον εγκέφαλο, τον προμήκη και… … Dictionary of Greek
νεῦρα — νεῦρον sinew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… … Dictionary of Greek
Τὰ νεῦρα του πολέμου. — См. Кто силен да богат, тому хорошо воевать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
νευρᾶι — νευρᾷ , νευρά string fem dat sg (attic doric aeolic) νευρᾷ , νευρή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευράν — νευρά̱ν , νευρά string fem acc sg (attic doric aeolic) νευρά̱ν , νευρή fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)