-
1 κατορθοω
1) выпрямлять(δέμας Eur.; τὰ μέλη τοῦ παιδός Plat.)
2) направлятьκατορθοῦντες φρένα Soph. — в здравом уме;
ἐπειδέ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. — поскольку ты решился действовать3) заставлять воспрянуть духом, ободрять(βροτούς Soph.)
4) успешно доводить до конца, благополучно завершать(τὸν ἀγῶνα Lys.; πολλὰ καὴ μεγάλα πράγματα Plat.; ὁδόν Dem.; περὴ πάντα Plut.)
οὐ κατώρθωται τέχνη Eur. — хитрость не удалась;ἃ κατορθούμενα μέν …, σφαλέντα δέ … Thuc. — в случае удачи этого …, в случае же провала …;τὸ κ. Arst., Dem., Polyb. — удача, успех;τουτὴ κατωρθώκαμεν περὴ ἐπιστήμης Plat. — этот вопрос о знании мы разрешили успешно5) одерживать верх, побеждать(τῇ μάχῃ Polyb.)
См. также в других словарях:
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… … Dictionary of Greek
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek