-
1 kavak
λεύκα -
2 тополь
-я, πλθ. тополя, κ. тополи α.η λεύκα•белый тополь η άσπρη (λευκά) λεύκα•
чёрный тополь λεύκα ή μέλαινα ή έγειρος (επιστ.), καβάκι (λκ.).
-
3 тополь
-
4 тополь
топольм ἡ λεύκα, ἡ λεύκη, ὁ αίγειρος:пирамидальный \тополь ἡ πυραμιδοειδής λεύκη· серебристый \тополь ἡ λεύκα· черный \тополь (осокорь) τό καβάκι, ἡ μέλαινα λεύκη. -
5 кала
бот. η κάλλα (φυτό με μεγάλα λευκά άνθη και κίτρινο ύπερο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кала
-
6 лейкоциты
физиол. (белые кровяные шарики) τα λευκά αιμοσφαίρια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лейкоциты
-
7 осина
бот. λεύκη η τρεμόφυλλος, η αγριόλευκη, разг. η άγρια λεύκα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осина
-
8 тополь
бот. η λεύκαη λεύκηчёрный - (осокорь) λεύκη η μέλαινα.топоними{}ка{}лингв. η τοπωνυμικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тополь
-
9 серебрицстый
серебри́цстыйприл ὁ ἀσημόχρωμος, ἀργυρόχρους (о цвете)/ ἀργυρόηχος (о звуке):\серебрицстыйстая лиса τό ρενάρ ἀρζαντέ· \серебрицстыйстый тополь ἡ λεύκα. -
10 шарик
шарикм1. τό σφαιρίδιο[ν]·2. физиол. τό αίμοσφαίριο[ν]:белые (красные) кровяные \шарики τά λευκά (τά ἐρυθρά) αἰμοσφαίρια. -
11 тополь
[τόπαλ"] ουσ. α. λεύκα -
12 тополь
[τόπαλ"] ουσ. α. λεύκα -
13 тополь
[τόπαλ"] ουσ α λεύκα -
14 тополь
[τόπαλ"] ουσ α λεύκα -
15 отбелить
-елю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отбеленный, βρ: -лен, -лена1, -леноρ.σ.μ.1. λευκαί,νω, ασπρίζω.2. απολευκαίνω, τελειώνω το άσπρισμα, τη λεύκανση.λευκά ίν ο μα ι, ασπρίζω, γίνομαι άσπρος. -
16 раина
-ы θ. (διαλκ.) λεύκα κωνική. -
17 тополевый
επ.λεύκινος, της λεύκας• από λεύκα•-ая аллея λεωφόρος με λεύκες.
-
18 шарик
-а α.σφαιρίδιο.εκφρ.белые кровяныешарики – λευκά αιμοσφαίρια•красные кровяные -и – ερυθρά αιμοσφαίρια. -
19 White
adj.P. and V. λευκός, V. λευκανθής, πάλλευκος.Bright: Ar. and V. ἀργής, V. ἀργηστής.Pale: P. and V. ὠχρός, P. χλωρός.White with age, adj.: P. and V. πολιός (Plat., Parm. 127B), V. λευκός, λευκανθής.White swan: V. πολιόχρως κύκνος, ὁ (Eur., Bacch. 1364).Wreathed with white: V. λευκοστεφής.——————subs.Ar. and P. τὸ λευκόν.Dressed in white: Ar. ἠμφιεσμένος λευκά (Thesm. 840; cp. Ach. 1024).An assembly dressed in white: Ar. λευκοπληθὴς... ἐκκλησία (Eccl. 387).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > White
См. также в других словарях:
λεύκα — λεύκα, η και λεύκη, η είδος φυλλοβόλου δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λευκά — Λευκάς mountain deadnettle fem voc sg Λευκά̱ , Λευκή fem nom/voc/acc dual Λευκά̱ , Λευκή fem nom/voc sg (doric aeolic) Λευκά̱ , Λευκής masc nom/voc/acc dual (doric) Λευκής masc voc sg (doric) Λευκής masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκά — λευκάς mountain deadnettle fem voc sg λευκόν white neut nom/voc/acc pl λευκός light neut nom/voc/acc pl λευκά̱ , λευκός light fem nom/voc/acc dual λευκά̱ , λευκός light fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκά Όρη — I Ορεινός όγκος (ψηλότερη κορυφή: Πάχνες, 2.452 μ.) της δυτικής Κρήτης, στον νομό Χανίων. Ονομάζεται και Μαδάρες, εξαιτίας της ελάχιστης βλάστησης. Τα Λ.Ό. εκτείνονται από το βόρειο τμήμα του νομού, όπου χαμηλώνουν ομαλά στις πρώην επαρχίες… … Dictionary of Greek
Λέυκα Όρη — Sp Lèfka Òris Ap Λέυκα Όρη/Lefka Ori L kk. Kretoje, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
λεύκα — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.080 μ., 95 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στα όρια με τους νομούς Φωκίδος, Φθιώτιδος και Ευρυτανίας, 148 χλμ. ΒΑ του… … Dictionary of Greek
λευκά αιμοσφαίρια — Βλ. λ. λευκοκύτταρα … Dictionary of Greek
Λεύκα Βομβοκούς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ, 73 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου … Dictionary of Greek
λεύκα ή λεύκη — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων δέντρων του γένους πόπουλος (Pupulus), της οικογένειας των ιτεϊδών ή σαλικιδών. Είναι φυλλοβόλα δέντρα, ύψους 15 μέχρι 20 μ., με λευκωπό φλοιό και φύλλα με πυκνό και λευκό χνούδι στην κάτω επιφάνεια. Από τα πιο… … Dictionary of Greek
Λευκᾷ — Λευκή fem dat sg (doric aeolic) Λευκής masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκᾷ — λευκός light fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)