Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ+κλᾱρία+(κλάρια

См. также в других словарях:

  • Κλαρία — Κλαρίᾱ , Κλάριος distributing by lot fem nom/voc/acc dual Κλαρίᾱ , Κλάριος distributing by lot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαρία — Προσωνυμία της Άρτεμης, που λατρευόταν μαζί με τον Κλάριο Απόλλωνα στη μικρή πόλη της Ιωνίας, Κλάρο. Η Κ. Άρτεμη απεικονίζεται συνήθως μαζί με τον Απόλλωνα σε νομίσματα της Κολοφώνας του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. και μοιάζει με την Εφέσια. * * *… …   Dictionary of Greek

  • κλάρια — Προσωνυμία της Άρτεμης, που λατρευόταν μαζί με τον Κλάριο Απόλλωνα στη μικρή πόλη της Ιωνίας, Κλάρο. Η Κ. Άρτεμη απεικονίζεται συνήθως μαζί με τον Απόλλωνα σε νομίσματα της Κολοφώνας του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. και μοιάζει με την Εφέσια. * * *… …   Dictionary of Greek

  • Κλάρια — Κλάριος distributing by lot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάρια — κλά̱ρια , κλήριος neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλαρίαι — Κλαρίᾱͅ , Κλάριος distributing by lot fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cancer (constellation) — Infobox Constellation name = Cancer abbreviation = Cnc genitive = Cancri symbology = the Crab RA = 9 dec= +20 areatotal = 506 arearank = 31st numbermainstars = 5 numberbfstars = 76 numberstarsplanets = 1 numberbrightstars = 0 numbernearbystars =… …   Wikipedia

  • Athanasios Diakos — Infobox Military Person |name=Athanasios Diakos lived=1786–1821 placeofbirth=Artotina, Phocis placeofdeath=Alamana, Phthiotis nickname=Diakos allegiance=Greece serviceyears=1821 rank=Captain commands= battles=Greek War of Independence awards=… …   Wikipedia

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • ευλύγιστος — η, ο (Μ εὐλύγιστος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος («ευλύγιστα κλαριά») 2. (για μέλη τού σώματος) ευκίνητος, εύκαμπτος νεοελλ. (για τον χαρακτήρα) ευμετάβλητος, άστατος («ευλύγιστη συνείδηση»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κλαρί — το (Μ κλαρί[ν]) 1. κλάδος δέντρου ή θάμνου, κλαδί 2. δέντρο νεοελλ. 1. (περιλπτ.) δάσος, λόγγος 2. στον πληθ. τα κλαριά άγρια δέντρα και θάμνοι 3. φρ. «βγήκε στο κλαρί» α) (στο παρελθόν) βγήκε στην παρανομία, ανέβηκε στο βουνό, έγινε κλέφτης β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»