-
121 εξαμειψις
-
122 εξερχομαι
(fut. ἐξελεύσομαι, aor. 2 ἐξῆλθον, pf. ἐξελήλυθα)1) выходить, уходить(πόλεως Hom., ἐκ τῆς πόλεως Plat. и τὸ ἄστυ Her.; χθονός Soph. и τέν χώραν Her., Arst.)
ἐ. τοῦ βίου Plut. — умирать2) выступать, отправляться(ἐκ Σπάρτης Her.; πρὸς Λέρνης λειμῶνα Aesch.; ἐπὴ φορβῆς νόστον Soph.; ἐπὴ τέν θήραν Xen.; ἐκ τῆς πόλεως ἐπὴ θεωρίαν Plat.; στρατείαν Aeschin.; ἐπὴ τὸν πόλεμον Plut.)
3) переходить4) приходить, являться(ἐπί τινα Her.)
5) вступать, приступатьεἰς ἔλεγχον ἐξελθεῖν Eur. — подвергнуться испытанию;
εἰς χερῶν ἅμιλλαν ἐξελθεῖν τινι Eur. — вступить с кем-л. в рукопашный бой6) продвигаться вперед(ἐπὴ πλεῖστον Thuc.)
τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξελθεῖν Thuc. — совершить большую часть дела7) выходить, выделяться(τὸ σπέρμα ἐξέρχεται Arst.)
8) появляться (на свет), рождаться(τὸ παιδίον ἐξέρχεται Arst.)
9) высовываться(ἥ γλῶττα ἐξέρχεται μέχρι πόρρω Arst.)
10) расходоваться, тратиться11) уходить с государственного постаκαὴ ἐξεληλυθότες καὴ μέλλοντες Arst. — как прежние, так и будущие чиновники
12) ( о времени) проходить, миновать(ἐπειδὰν ὅ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Plat.)
τίς χρόνος τοῖσδ΄ ἐστὴν οὑξεληλυθώς ; Soph. — сколько времени прошло с тех пор?13) вывозиться, служить предметом вывоза14) исходить(οὐδεὴς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ΄ ἐμοῦ Plat.)
15) доходить, достигать(εἰς τέλος Hes.)
16) выходить за пределы, отклонятьсяεἴ ποτε ἐξέρχεται δυνατὸν δ΄ ἐστὴν ἐπανορθοῦσθαι Plat. — если есть какой-л. недочет, который может быть исправлен
17) исполняться, осуществлятьсяδοκέειν οἱ ἐξεληλυθέναι τὸν χρησμόν Her. — (он сказал, что), по его мнению, предсказание сбылось
18) становиться, оказыватьсяἐξελθεῖν κατ΄ ὀρθόν Soph. — оканчиваться благополучно;
ἀριθμὸς καὴ ἄλλοθεν οὐκ ἂν ἐλάττων ἐξέλθοι Xen. — численность (войска) и в других местах может оказаться не меньше:φίλοι γενόμενοι ἐπὴ τελευτῆς ἐξέρχονται Arst. — в конце концов они оказались друзьями -
123 επακολουθημα
- ατος τό (по)следствие(μεγαλουργίας Plut.)
προηγουμένως …, κατ΄ ἐ. Sext. — сначала …, впоследствии -
124 επεμβαινω
(fut. ἐπεμβήσομαι)1) (тж. ἐ. πόδα Eur.) ступать, вступать, входить(οὐδοῦ Hom.; χθονός Soph.; εἰς πάτραν Eur.; Νεῖλον Theocr.)
2) подниматься, всходить(πύργοις Aesch.; ἑδραίαν ῥάχιν, ἐλάτην ὑψαύχενα Eur.)
ἐ. δοίφρου Hes. — садиться на колесницу3) садиться на корабль Dem.4) перен. наступать, попирать(ἐχθροῖσι ποδί Soph. и τῷ ἐχθρῷ Plut.)
κατ΄ ἐμοῦ μᾶλλον ἐπεμβάσει Soph. — (этим) ты меня еще больше оскорбишь5) наносить ущерб, причинять вред(τῷ καιρῷ τινος Dem.; τῇ τύχῃ τινός Plut.)
-
125 επιγνωσις
- εως ἥ1) знакомство, (по)знание(μουσικῆς Plut.)
2) исследование, рассмотрение(τῶν προειρημένων Polyb.)
κατ΄ ἐπίγνωσιν NT. — путем исследования, т.е. рассудочно -
126 επικρατεια
(ρᾰ) ἥ1) господство, владычество, власть, обладаниеκαταθέσθαι τι ἐν τῇ ἐπικρατείᾳ τινός Xen. — передать что-л. в чьё-л. владение
2) владения, область(Καρχηδονίων Plat., Arst.; Φοινίκων Plut.)
κρήνη ῥέουσα ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. — источник, текущий в этой области3) (пре)одоление, превосходство Polyb., Plut.κατ΄ ἐπικράτειαν Sext. — в большей части
-
127 επικτησις
-
128 επιμελεια
ἥ1) забота, радение, попечение(τινος Xen., Plat., Arst., Plut.; περί τινος Thuc., Isocr.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.; πρός τινα и πρός τι Plat., Dem., Plut.)
ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι или ἔχειν τινός Her., Xen., περί τι Plat. и περί τινος Thuc., тж. δι΄ ἐπιμελείας ἔχειν τινά Isae. — заботиться о ком(чем)-л.;οἰκείων ἅμα καὴ πολιτικῶν ἐ. Thuc. — попечение как о личных, так и о государственных делах;ἐπιμέλειαι καὴ σπουδαί τινος Plat. — усиленное попечение о чем-л.;ἐ. τῶν κοινῶν Isocr. — выполнение общественных поручений;2) ( в отличие от ἀρχή) общественное поручение, общественный пост3) занятие, дело, область деятельности, поприщеἡ κατὰ γῆν ἐ. Xen. — роль сухопутной державы;
ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπιμελείαις, περὴ ὧν ἐστὴν ἐπιστήμη Arst. — во всех прочих отраслях науки;ἐ. πολεμικῶν Arst. — военное дело;
См. также в других словарях:
Κατ' εξοχήν — (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek