-
1 καλλιστεία
-
2 καλλιστεῖα
-
3 καλλιστεῖον
καλλιστεῖον, τό, Preis der Schönheit, des Schönsten; Eur. I. T. 23; Luc. D. D. 20, 1; καλλιστεῖα κρίνειν Hedyl. 2 ( App. 28). – Preis der Tüchtigkeit, τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας στρατοῦ Soph. Ai. 430, der als Held den Ehrenpreis errungen hat. – Nach Schol. Il. 9, 129 τὰ καλλιστεῖα ein Festspiel in Lesbos.
-
4 ἀριστεύω
ἀριστεύω, ein ἀριστεύς sein, sich auszeichnen, bes. durch Tapferkeit; Hom. Iliad. 6, 208. 11, 784 αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων; 7, 90 ὅν ποτ' ἀριστεύοντα κατέκτανε Ἕκτωρ; 11, 506 παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα; Od. 4, 652 κοῦροι δ' οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεϑ' ἡμέας; Iliad. 11, 409 ὃς δέ κ' ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι; 16, 292 ἀριστεύεσκε μάχεσϑαι; 6, 460 ἀριστεύεσκε μάχεσϑαι Τρώων; 11, 627 βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων; 10, 306 v. l. ἵππους, οἵ κεν ἀριστεύωσι, Aristarch ἄριστοι ἔωσι, Zenodot αὐτοὺς οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα, Aristoph. καλοὺς οἳ φορέουσιν ἀ. Π., s. Scholl. Didym. – Her. 9, 74; Xen. Mem. 3, 5, 10; ἀριστεύειν χϑονός, der Erste, der Fürst des Landes sein, Pind. N. 1, 14; N. 10, 10; Soph. Ant. 195 Tr. 488; ἐρετμοῖς Theocr. 12, 27; ἐν ἀέϑλοις Pind. N. 11, 14; πάντα πάντῃ ἐν ἔργοις τε καὶ ἐπιστήμαις Plat. Rep. VII, 540 a; mit dem acc., σταδίου πόνον Pind. Ol. 11, 67; vgl. 13, 42; τὰ πρῶτα καλλιστεῖα Soph. Ai. 435; vgl. 1279; Theocr. 15, 98; γνώμη ἀριστεύει, sie ist die beste, sie siegt, Her. 7, 144; vgl. Aesch. Prom. 892; Pind. Ol. 3, 44.
-
5 αριστευω
(ᾰ) быть лучшим, славнейшим, первым, выделяться, отличаться(Τρώων Hom.; χθονός и ἐν ἀέθλοις Pind.; δορί Soph. и δόρατι ἐν πολέμοις Plut.; ἐν ἔργοις τε καὴ ἐπιστήμαις Plat.; ἐρετμοῖς и τὸν ἰάλεμον Theocr.)
ἀ. μάχεσθαι Hom. — одолевать в бою;ἀ. σταδίου πόνον Pind. — одержать победу на состязании;τὰ πρῶτα καλλιστεῖα ἀριστεῦσαι Soph. — получить в награду первую красавицу;ἑτέρη γνώμη ἠρίστευσε Her. — восторжествовало другое мнение -
6 καλλιστειον
τό1) награда за красоту2) награда за доблесть -
7 καλλιστεί'
-
8 καλλιστεῖ'
См. также в других словарях:
καλλιστεία — Διαγωνισμός ομορφιάς, που διεξάγεται κυρίως μεταξύ γυναικών κάθε χρόνο, σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Η διοργάνωσή τους ωστόσο προκαλεί αντιδράσεις εξαιτίας της σκοπιμότητας που εξυπηρετούν, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις σύγχρονες… … Dictionary of Greek
καλλιστεῖα — καλλιστεῖον offering of what is fairest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστεῖ' — καλλιστεῖα , καλλιστεῖον offering of what is fairest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… … Dictionary of Greek
καλλιστείο — το (AM καλλιστεῑον) [κάλλιστος] νεοελλ. στον πληθ. τα καλλιστεία διαγωνισμός ομορφιάς αρχ. 1. βραβείο ομορφιάς 2. στον πληθ. τὰ καλλιστεῑα βραβείο αρετής και ανδρείας … Dictionary of Greek
καλλιστείο — το 1. βραβείο που δίνεται στον ωραιότερο. 2. καλλιστεία, τα αγώνες ομορφιάς μεταξύ νεανίδων: Έλαβε μέρος στα καλλιστεία και ήρθε δεύτερη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασιλίς — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, την ίδρυσε ο βασιλιάς της Αρκαδίας Κύψελος. Στη Β. είχαν καθιερωθεί καλλιστεία γυναικών. * * * βασιλίς ( ίδος), η (AM) [βασιλεύς] βασιλὶς ή «βασιλὶς τῶν πόλεων» η κορυφαία πόλη, η… … Dictionary of Greek
Λάσκαρη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1943 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού Ζωής Κουρούκλη. Εξαδέλφη της ομώνυμης τραγουδίστριας της δεκαετίας του 1960, υιοθέτησε νέο επώνυμο και ξεκίνησε την καριέρα της με μια βράβευση στα καλλιστεία του 1959 (Σταρ Ελλάς).… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
πρωτεύω — πρώτευσα 1. είμαι ή κατατάσσομαι πρώτος, υπερέχω, διακρίνομαι από τους άλλους, έχω ή παίρνω τα πρωτεία: Πρώτευσε στις εξετάσεις. – Πρώτευσε στα καλλιστεία. 2. η μτχ., πρωτεύων, ουσα, εύον ο σπουδαίας σημασίας, ο βασικός, ο κύριος: Πρωτεύοντα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)