-
1 tante
θεία -
2 teta
θεία -
3 tetka
θεία -
4 aunt
θεία -
5 auntie
θεία -
6 ciocia
θεία -
7 ciotka
θεία -
8 помощь
помощь ж η βοήθεια* оказать \помощь βοηθώ, παρέχω βοήθεια· первая \помощь η πρώτη βοήθεια· при \помощьи με τη βοήθεια* * *жη βοήθειαоказа́ть по́мощь — βοηθώ, παρέχω βοήθεια
пе́рвая по́мощь — η πρώτη βοήθεια
при по́мощьи — με τη βοήθεια
-
9 тётя
-
10 тетка
теткаж ἡ θεία, ἡ θεια. -
11 тетя
тетяж ἡ θεία, ἡ θεια, ἡ θείτσα -
12 тётя
-и, γεν. πλθ. -ей θ. θεία, θεια. || ηλικιωμένη γυναίκα, θ£ΐά. -
13 Preternaturally
adv.By divine interposition: P. θείᾳ μοίρᾳ (Plat.), P. and V. θείᾳ τύχῃ; see Interposition.Supernaturally: V. οὐ κατʼ ἄνθρωπον.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Preternaturally
-
14 Providentially
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Providentially
-
15 ayin
λειτουργία, θεία λειτουργία, θεία Ακολουθία, τελετή -
16 служба
1. (отрасль производства, учреждение, организация) η υπηρεσία, το σώμαдиспетчерская - подхода ав. - προσέγγισης του αεροδρομίου2. (работа, должность)η δουλειά, η εργασία 3 (исполнение воинских обязанностей) η θητεία 4. (богослужение) η (θεία) λειτουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > служба
-
17 верно
верно 1) (правильно) αλή θεια, σωστά· совершенно \верно πολύ σωστά 2) (преданно) πιστά 3) (вероятно) είναι πιθανό* * *1) ( правильно) αλήθεια, σωστάсоверше́нно ве́рно — πολύ σωστά
2) ( преданно) πιστά3) ( вероятно) είναι πιθανό -
18 богослужение
богослужениес ἡ θεία λειτουργία, ἡ ἀκολουθία. -
19 месса
мессаж церк., муз. ἡ θεία λειτουργία. -
20 монотеизм
моноте||и́змм ὁ μονοθεϊσμός, ἡ μονο-θεΐα.
См. также в других словарях:
Θεία — Θείᾱ , Θείη fem nom/voc/acc dual Θείᾱ , Θείη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Θείᾱ , Θείης masc nom/voc/acc dual Θείᾱ , Θείης masc voc sg (attic) Θείᾱ , Θείης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεία — θείᾱ , θεία one s father s fem nom/voc/acc dual θείᾱ , θεία one s father s fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θεί̱ᾱ , θεῖος 1 of fem nom/voc/acc dual θεί̱ᾱ , θεῖος 1 of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεία — θεία, η και θεια, η και (υποκορ.) θείτσα και θειάκω, η 1. αδελφή ή ξαδέλφη του πατέρα ή της μητέρας κάποιου. 2. προσφώνηση σε μια άγνωστη γυναίκα: Καλέ θείτσα. τα ό,τι αφορά το θεό, τα άγια, τα ιερά: Είναι βλάσφημος· βρίζει τα θεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θείᾳ — Θείᾱͅ , Θείη fem dat sg (attic doric aeolic) Θείᾱͅ , Θείης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θείᾳ — θείᾱͅ , θεία one s father s fem dat sg (attic doric aeolic) θεί̱ᾱͅ , θεῖος 1 of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεία — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ουρανού και της Γης, μητέρα του Ηλίου και της Σελήνης. Μαζί με τον αδελφό της και αργότερα σύζυγό της Υπερίωνα, ήταν ένα από τα τρία ζεύγη που προσωποποιούσαν τη δύναμη των βασικών στοιχείων της φύσης. * * * και… … Dictionary of Greek
θεια- — (από το θεία), προτακτικό γυναικείων ονομάτων με ενωτικό και χωρίς τόνο: Θεια Mαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θεία Ευχαριστία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία … Dictionary of Greek
θεία κοινωνία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία … Dictionary of Greek
θειᾷ — θειάζω to be inspired fut ind mid 2nd sg (epic) θειάζω to be inspired fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεῖα — Θείας masc voc sg (epic) Θείης masc voc sg Θείης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)