-
1 мигать
миг||атьнесов1. παίζω τά βλέφαρα, σκαρδαμύσσω, ἀνοιγοκλείνω τά μάτια·2. (мерцать) ἀναβοσβύνω, τρεμουλιάζω, μαρ-μαίρω. -
2 blink
-
3 вежды
веад πλθ. (ενκ. вежда, -ы θ.)παλ. βλέφαρα. -
4 веки
век πλθ. (ενκ. веко, -а ουδ.)βλέΦάρα. -
5 жмурить
ρ.δ.μ. μισοκλείνω, χαμηλώνω τα βλέφαρα, οκαρδαμύσσω•жмурить глаза μισοκλείνω τα μάτια.
μισοκλεΐ νομαι, συνοφρυώνομαι. -
6 мигать
ρ.δ.1. σκαρδαμύσσω, ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα•мигать глазами ανοιγοκλείνω τα μάτια.
|| κάνω νεύμα με το μάτι.2. μτφ. βλ. мерцать. -
7 насурьмить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насурьмленный, βρ: -лен, -лена, -лено; ρ.σ.μ. βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με σουρμέ, στιμίζω.στιμίζομαι, βάφομαι με στίμι (σουρμέ). -
8 разомкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разомкнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ. αποσυνδέω, ξεσυνδέω• αποσυνάπτω•разомкнуть электрический ток αποσυνδέω το ηλεκτρικό ρεύμα.
|| ανοίγω•разомкнуть веки ανοίγω τα βλέφαρα•
разомкнуть ворота шлюза ανοίγω την υδατοφρακτ ική θύρα.
|| αραιώνω τα διαστήματα•разомкнуть строй αραιώνω τη σύνταξη.
αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 расклеить
ρ.σ.μ.1. ξεκολλώ, αποκολλώ. || ανοίγω (για βλέφαρα, χείλη).2. κολλώ παντού•афиши κολλώ παντού αφίσες.
1. ξεκολλιέμαι.2. μτφ. χαλώ, δεν πηγαίνω καλά, ναυαγώ.3. μτφ. αδιαθετώ είμαι λίγο άρρωστος. -
10 смежить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смежённый, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.(για μάτια, βλέφαρα)• κλείνω, συρρικνώνω.κλείνομαι, συρρικνώνομαι. -
11 сомкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сомкнутый βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. κλείνω, συγκλείνω•сомкнуть ножки циркуля κλείνω τα σκέλη του διαβήτη.
|| πυκνώνω•сомкнуть ряда πυκνώνω τις γραμμές ή τάξεις.
|| συνδυάζω• συνδέω.2. συνάπτω, ενώνω, κλείνω•сомкнуть веки κλείνω τα βλέφαρα•
сомкнуть рот κλείνω το στόμα.
εκφρ.не сомкнуть глаза – δεν κλείνω μάτι (αγρυπνώ).1. κλείνομαι.2. πυκνώνω κλπ. ρ. ενεργ.φ.εκφρ.- ись – (στρατ. παράγγελμα) πυκνώστε ή πυκνωθείτε. -
12 Eye
subs.P. and V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό (Thuc. and Plat. but rare P.), ὄψις, ἡ, Ar. and V. κόρη, ἡ, also use αὐγή, ἡ, κύκλος, ὁ, βλέφαρα, τά, δέργματα, τά, φῶς, τό (Eur., Cycl. 633); also in V. are found a dat. pl., ὄσσοις, and gen. pl., ὄσσων; see also Look.Black eye: P. and V. ὑπώπιον, τό (Eur., Frag., Satyrical poem; also Ar.).Having a black eye: Ar. ὑπωπιασμένος.Give a black eye: P. τοὺς ὀφθαλμοὺς συγκλῄειν (Dem. 1259).——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eye
См. также в других словарях:
βλέφαρα — βλέφαρον eyelids neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρ' — βλέφαρα , βλέφαρον eyelids neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek
προσεύτροχος — ον, Α* (αμφβλ. γρφ.) φρ. «προσεύτροχα βλέφαρα» ευκίνητα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὔτροχος «ευκίνητος»] … Dictionary of Greek
συμπτύσσω — ΝΜΑ περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.) νεοελλ. 1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» πυκνώστε τους ζυγούς) 2. στρ. (μέσ.… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
χαριτοβλέφαρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων 2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
OCULI moribundo — ante ipsum animae exitum, nec tactu, nedum pressurâ digitorum, utcumque leviusculâ quidem, apud Hebraeos regulariter claudebantur; ne inde qui sic clauderet, adeo infirmo mortem forte acceleraret. Mortuo vero claudi ab adstantibus, maxime… … Hofmann J. Lexicon universale