Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὰ+βλέφαρα

  • 1 мигать

    миг||ать
    несов
    1. παίζω τά βλέφαρα, σκαρδαμύσσω, ἀνοιγοκλείνω τά μάτια·
    2. (мерцать) ἀναβοσβύνω, τρεμουλιάζω, μαρ-μαίρω.

    Русско-новогреческий словарь > мигать

  • 2 blink

    [bliŋk] 1. verb
    (to move (the eyelids) rapidly up and down: It is impossible to stare for a long time without blinking.) ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα
    2. noun
    (a rapid movement of the eyelids.) παίξιμο των ματιών

    English-Greek dictionary > blink

  • 3 вежды

    веад πλθ. (ενκ. вежда, -ы θ.)
    παλ. βλέφαρα.

    Большой русско-греческий словарь > вежды

  • 4 веки

    век πλθ. (ενκ. веко, -а ουδ.)
    βλέΦάρα.

    Большой русско-греческий словарь > веки

  • 5 жмурить

    ρ.δ.μ. μισοκλείνω, χαμηλώνω τα βλέφαρα, οκαρδαμύσσω•

    жмурить глаза μισοκλείνω τα μάτια.

    μισοκλεΐ νομαι, συνοφρυώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > жмурить

  • 6 мигать

    ρ.δ.
    1. σκαρδαμύσσω, ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα•

    мигать глазами ανοιγοκλείνω τα μάτια.

    || κάνω νεύμα με το μάτι.
    2. μτφ. βλ. мерцать.

    Большой русско-греческий словарь > мигать

  • 7 насурьмить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насурьмленный, βρ: -лен, -лена, -лено; ρ.σ.μ. βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με σουρμέ, στιμίζω.
    στιμίζομαι, βάφομαι με στίμι (σουρμέ).

    Большой русско-греческий словарь > насурьмить

  • 8 разомкнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разомкнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. αποσυνδέω, ξεσυνδέω• αποσυνάπτω•

    разомкнуть электрический ток αποσυνδέω το ηλεκτρικό ρεύμα.

    || ανοίγω•

    разомкнуть веки ανοίγω τα βλέφαρα•

    разомкнуть ворота шлюза ανοίγω την υδατοφρακτ ική θύρα.

    || αραιώνω τα διαστήματα•

    разомкнуть строй αραιώνω τη σύνταξη.

    αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разомкнуть

  • 9 расклеить

    ρ.σ.μ.
    1. ξεκολλώ, αποκολλώ. || ανοίγω (για βλέφαρα, χείλη).
    2. κολλώ παντού•

    афиши κολλώ παντού αφίσες.

    1. ξεκολλιέμαι.
    2. μτφ. χαλώ, δεν πηγαίνω καλά, ναυαγώ.
    3. μτφ. αδιαθετώ είμαι λίγο άρρωστος.

    Большой русско-греческий словарь > расклеить

  • 10 смежить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смежённый, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    (για μάτια, βλέφαρα)• κλείνω, συρρικνώνω.
    κλείνομαι, συρρικνώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > смежить

  • 11 сомкнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сомкнутый βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κλείνω, συγκλείνω•

    сомкнуть ножки циркуля κλείνω τα σκέλη του διαβήτη.

    || πυκνώνω•

    сомкнуть ряда πυκνώνω τις γραμμές ή τάξεις.

    || συνδυάζω• συνδέω.
    2. συνάπτω, ενώνω, κλείνω•

    сомкнуть веки κλείνω τα βλέφαρα•

    сомкнуть рот κλείνω το στόμα.

    εκφρ.
    не сомкнуть глаза – δεν κλείνω μάτι (αγρυπνώ).
    1. κλείνομαι.
    2. πυκνώνω κλπ. ρ. ενεργ.φ.
    εκφρ.
    - ись – (στρατ. παράγγελμα) πυκνώστε ή πυκνωθείτε.

    Большой русско-греческий словарь > сомкнуть

  • 12 Eye

    subs.
    P. and V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό (Thuc. and Plat. but rare P.), ὄψις, ἡ, Ar. and V. κόρη, ἡ, also use αὐγή, ἡ, κύκλος, ὁ, βλέφαρα, τά, δέργματα, τά, φῶς, τό (Eur., Cycl. 633); also in V. are found a dat. pl., ὄσσοις, and gen. pl., ὄσσων; see also Look.
    Shut the eyes, v.: P. and V. μύειν (Plat.), P. συμμύειν (Plat.), Ar. καταμύειν.
    Black eye: P. and V. πώπιον, τό (Eur., Frag., Satyrical poem; also Ar.).
    Having a black eye: Ar. πωπιασμένος.
    Give a black eye: P. τοὺς ὀφθαλμοὺς συγκλῄειν (Dem. 1259).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. βλέπειν (εἰς, acc.), ποβλέπειν (εἰς, acc.), Ar. and V. λεύσσειν (acc.), δέρκεσθαι (acc.), V. προσδέρκεσθαι (acc.), εἰσδέρκεσθαι (acc.); see look at.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eye

См. также в других словарях:

  • βλέφαρα — βλέφαρον eyelids neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέφαρ' — βλέφαρα , βλέφαρον eyelids neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

  • προσεύτροχος — ον, Α* (αμφβλ. γρφ.) φρ. «προσεύτροχα βλέφαρα» ευκίνητα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὔτροχος «ευκίνητος»] …   Dictionary of Greek

  • συμπτύσσω — ΝΜΑ περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.) νεοελλ. 1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» πυκνώστε τους ζυγούς) 2. στρ. (μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… …   Dictionary of Greek

  • χαριτοβλέφαρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων 2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • OCULI moribundo — ante ipsum animae exitum, nec tactu, nedum pressurâ digitorum, utcumque leviusculâ quidem, apud Hebraeos regulariter claudebantur; ne inde qui sic clauderet, adeo infirmo mortem forte acceleraret. Mortuo vero claudi ab adstantibus, maxime… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»