-
1 οικεω
эп. тж. οἰκείω (impf. ᾤκουν - ион. οἴκεον, aor. ᾤκησα - эп. тж. οἴκησα; pass.: pf. ᾤκημαι - эп. οἴκημαι, aor. ᾠκήθην)1) населять, обитать, жить(ὑπωρείας Ἴδης, ἐν Πλευρῶνι Hom.; τὸν χῶρον, ἐν Πίνδῳ Her.; δόμους, χθόνα Aesch.; οὐρανῷ, παρὰ κρημνοῖσι Pind.; ναοῖσι, παρὰ ὄχθον, κατὰ στέγας, ὑπὸ χθονός Eur.; перен. ἥ οἰκοῦσα ἔν τινι ἁμαρτία NT.)
γῆ οὐκ οἰκουμένη Soph. — необитаемая земля;οἰ. ἔξω τῶν κακῶν Eur. — жить без забот2) тж. med. селиться, заселять, колонизовать(τὰς πλείστας τῶν νήσων Thuc.)
οἱ τὰς νήσους οἰκημένοι Ἴωνες Her. — поселившиеся на этих островах ионийцы3) pass. быть расположенным, находиться(αἱ πόλεις νήσους οἰκέαται - ион. 3 л. pl. pf. pass. Her.)
4) управлять, руководить(πόλεις καὴ οἴκους Xen.; ὀρθῶς Plat.)
εἰς πλείους οἰ. Thuc. — править в интересах большинства - см. тж. οἰκουμένη
См. также в других словарях:
οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… … Dictionary of Greek