-
1 ισαζω
(fut. ἰσάσω; pass.: fut. ἰσασθήσομαι, aor. ἰσάσθην, pf. ἴσασμαι)1) выравнивать, уравновешиватьσταθμὸν ἔχουσα καὴ εἴριον ἀμφὴς ἀνέλκει ἰσάζουσα Hom. — (домовитая хозяйка), держащая весы и поровну развешивающая шерсть
2) делать равным, уравнивать(τὸ ἄνισον, τὰς κτήσεις Arst.): (Νιόβη) Λητοῖ ἰσάσκετο Hom. Ниоба равняла себя с Лето; δεῖ ἰσασθῆναι τὸ κέρδος πρὸς τέν τιμήν Arst. необходимо, чтобы вознаграждение было приведено в соответствие с должностью; ἰσασθεισῶν τῶν ψήφων Arst. если голоса разделились поровну
3) быть равным, равняться(ταῖς δυνάμεσιν Arst.; κατὰ τὸ μῆκος Polyb.)
ἐὰν τἄλλα ἰσάζῃ Plat. — при прочих равных (условиях)
См. также в других словарях:
εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… … Dictionary of Greek