-
1 δια-μιμνήσκω
δια-μιμνήσκω (s. μιμνήσκω), stets erinnern, διαμέμνημαι, stets eingedenk sein; Xen. Mem. 1, 4, 13; Dion. Hal. 4, 9, τὰς εὐεργεσίας.
-
2 καταῤ-ῥυπαίνω
καταῤ-ῥυπαίνω, beschmutzen, beflecken, gew. übtr.; ἀναξίῳ ἐπιτηδεύματι τὴν αὑτοῠ πατρῴαν ἑστίαν Plat. Legg. XI, 919 e; ταῖς κατηγορίαις ταύταις καταρυπανεῖν (so bei Bekker) τὰς τῆς πόλεως εὐεργεσίας Isocr. 12, 63; Sp.
-
3 μικρότης
μικρότης, ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαϑούσας εὐεργεσίας, im Ggstz von διὰ τὸ μέγεϑος, Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. σμικρότης.
См. также в других словарях:
благодательство — БЛАГОДАТЕЛЬСТВ|О (3*), А с. Благодеяние: и инѣмъ же аще прѣставить твоѥю ст҃остию да отътоудѣ къ намъ иже въ никеи отъ ст҃хъ оц҃ь заповѣдании приидоуть канони. тебѣ издрѩдьно благодательство. тѣмь вьсѣмъ западьныимъ цр҃квамъ б҃жиѥю помощию… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek
ευεργεσία — η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [ευεργέτης] 1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία 2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό μσν. 1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή 2. εύνοια, χάρη… … Dictionary of Greek
καταρρυπαίνω — (AM καταρρυπαίνω) 1. λερώνω κάτι πολύ, καταλερώνω 2. κηλιδώνω, σπιλώνω («ταῑς κατηγορίαις ταύταις καταρρυπανεῑν τὰς τῆς πόλεως εὐεργεσίας», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek