-
1 τωμω
-
2 αθλεω
ион. ἀεθλέω1) воевать, сражаться(τινι Hom.)
κακῶς ἀ. πρός τινα Her. — терпеть поражения в войне с кем-л.;ἆθλοι, οὕς πόλις ἀθλεῖ Plat. — войны, которые ведет государство;ἠθληκὼς πολλοὺς καὴ μεγάλους καθ΄ αὁτον ἀγῶνας Plut. — командовавший многими большими сражениями2) бороться, состязаться(κατὰ τέν ἀγωνίαν Plat.)
ἀ. τῷ σώματι Aeschin. — быть участником гимнастических состязаний3) (о трудном деле, подвиге) совершать, исполнять(πολλά Hom.; φαῦλον πόνον Eur.)
ἤθλησα κινδυνεύματ΄ ἐν τὠμῷ κάρᾳ Soph. — жизнь моя подверглась тяжелым опасностям
См. также в других словарях:
τὠμῶ — ἀ̱μῶ , ἁμός 1 masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱μῶ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱μῶ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱μῶ , ἀμάω 1 reap corn pres imperat mp 2nd sg ἀ̱μῶ , ἀμάω 1 reap corn pres subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὠμῷ — ἀ̱μῷ , ἁμός 1 masc/neut dat sg ἀ̱μῷ , ἀμάω 1 reap corn pres opt act 3rd sg ἐμῷ , ἐμός mine masc/neut dat sg ἀμῷ , ἡμός masc/neut dat sg (aeolic) ἡμῷ , ἡμός masc/neut dat sg ὀμῷ , ὀμάζω growl fut opt act 3rd sg ὠμῷ , ὠμός raw masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὠμώ — ἀ̱μώ , ἁμός 1 masc/neut nom/voc/acc dual ἐμώ , ἐμός mine masc/neut nom/voc/acc dual ἀμώ , ἡμός masc/neut nom/voc/acc dual (aeolic) ἡμώ , ἡμός masc/neut nom/voc/acc dual ὠμώ , ὠμός raw masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινδύνευμα — κινδύνευμα, τὸ (Α) [κινδυνεύω] επικίνδυνη τολμηρή ενέργεια, τόλμημα («πλεῑστ ἀνήρ ἐπὶ ξένης ἤθλησε κινδυνεύματ ἐν τὠμῷ κάρᾳ», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
μεμπτός — ή, ό (ΑM μεμπτός, ή, όν) [μέμφομαι] άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος αρχ. 1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.) 2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
προσωδός — όν, Α 1. αυτός που άδει ή ηχεί σε συμφωνία, αρμονικός («προσῳδὰ ὄργανα» όργανα τα οποία, κρουόμενα με πλήκτρο, συνοδεύονταν από άσμα, Πολυδ.) 2. μτφ. αυτός που είναι σύμφωνος με κάποιον ή με κάτι («προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek