-
1 ὀλβίζω
ὀλβίζω (glücklich machen), glücklich preisen, wie μακαρίζω; Aesch. Ag. 902; Soph. O. R. 1529; ἐνεγκὼν τἀπινίκια ὠλβίζετο, El. 683; oft Eur., οἱ τὰ πρῶτ' ὠλβισμένοι I. A. 51, μέγα ὀλβισϑείς Troad. 1253; Ar. Th. 18; sp. D.
См. также в других словарях:
τἀπινίκια — ἐπῑνίκια , ἐπινίκιος of victory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)