-
1 κήδειος
κήδειος, 1) der Fürsorge od. Achtung würdig, Gegenstand der Fürsorge, lieb, theuer; τρεῖς τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους Il. 12, 293; ἑταῖροι Od. 11, 521, v. l. Κήτειοι; vgl. κήδεος; – sorgsam, κήδειοι τροφαὶ τέκνων Eur. Ion 487. – 2) zum Leichenbegängniß gehörig, die Trauer andeutend; κήδειοι χοαί Aesch. Ch. 85, vgl. 531; so auch κουρὰν δ' ἰδοῦσα τήνδε κηδείου τριχός ib. 224 zu nehmen, von der zum Zeichen der Trauer abgeschnittenen Locke, Trauerlocke, nicht Locke des Bruders; vgl. κήδειοι οἶκτοι Eur. I. T. 147.
См. также в других словарях:
κήδειος — κήδειος, ον (Α) [κῆδος] 1. αυτός τον οποίο φροντίζει κάποιος, αγαπητός, αγαπημένος («τρεῑς τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («τροφαὶ κήδειοι κεδνῶν γε τέκνων», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek