Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τύπτω

  • 1 ударять

    ударять
    несов в разн. знач. χτυπώ, κτυπώ, κρούω, πλήττω, τύπτω:
    \ударять палкой ραβδίζω, χτοπῶ μέ τό μπαστούνι· \ударять ногой κλωτσώ· \ударять по лицу́ χαστουκίζω, μπατσίζω· \ударять в барабан κρούω τό τύμπανο· \ударять в колокол κτυπῶ τήν καμπάνα.

    Русско-новогреческий словарь > ударять

  • 2 грызть

    -зу, -зешь, παρλθ. χρ. грыз, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. τρωγαλίζω, γριτσανίζω, τραγανίζω, ροκανίζω. || ξεκοκκαλίζω, περιτρώγω.
    2. μτφ. ενοχλώ, τρώγω με τη γκρίνια•

    ты -зешь меня с утра до вечера με τρως με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    3. τύπτω, βασανίζω, κατατρύχω•

    меня -зет сомнение μέ τρώει ή αμφιβολία•

    его -зет совесть τον τύπτει η συνείδηση.

    κυριλξ. κ. μτφ. αλληλοτρώγομοα, αλληλοφαγώνομαι•

    собаки -зутся τα σκυλιά αλληλοτρώγονται•

    соседи вечно -утся οι γείτονες όλο τον καιρό αλληλοτρώγονται.

    Большой русско-греческий словарь > грызть

  • 3 загрызть

    -грызу, -грызешь, παρλθ. χρ. загрыз, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загрызенный, βρ: -зен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. κατατρώγω• ξεκοκκαλιάζω• κατασπαράζω, κατασχίζω.
    2. μτφ. τύπτω, επιτιμώ•

    совесть его -ла τον έτυψε η συνείδηση•

    тоско меня -ла με έφαγε η θλίψη.

    αρχίζω να αλληλοτρώγομαι κλπ. ρ. βλ. грызться.

    Большой русско-греческий словарь > загрызть

  • 4 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 5 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 6 скрести

    скребу, скребшь, παρλθ. χρ. скрб, скребла, -ло ρ.δ.
    1. ξύνω, αποξέω• ροκανίζω, γριτσανίζω.
    2. μτφ. βασανίζω, κατατρύχω• τύπτω• τρώγω.
    εκφρ.
    на душе ή на сердце кошки -бут; -бт на душе ή на сердце – με τρώει το σαράκι στην καρδιά (με κατατρύχει).
    ξύνω• γριτσανίζω• ροκανίζω•

    собака за дверью -бётся το σκυλί στην πόρτα γριτσανίζει•

    в углу мышь -бётся στη γωνία ποντίκι γριτσανίζει.

    Большой русско-греческий словарь > скрести

  • 7 угрызать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ..угрызть.
    2. παλ. βασανίζω, τύπτω• τρώγω•

    меня -ает совесть με τύπτει η συνείδηση.

    με βασαν ίζει, με τύπτει.

    Большой русско-греческий словарь > угрызать

См. также в других словарях:

  • τύπτω — beat pres subj act 1st sg τύπτω beat pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… …   Dictionary of Greek

  • τύπτεσθον — τύπτω beat pres imperat mp 2nd dual τύπτω beat pres ind mp 3rd dual τύπτω beat pres ind mp 2nd dual τύπτω beat imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπτετον — τύπτω beat pres imperat act 2nd dual τύπτω beat pres ind act 3rd dual τύπτω beat pres ind act 2nd dual τύπτω beat imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπτον — τύπτω beat pres part act masc voc sg τύπτω beat pres part act neut nom/voc/acc sg τύπτω beat imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τύπτω beat imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπεῖτον — τύπτω beat aor opt pass 2nd dual τύπτω beat aor subj pass 3rd dual (epic) τύπτω beat aor subj pass 2nd dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπείητον — τύπτω beat aor opt pass 2nd dual τύπτω beat aor subj pass 3rd dual (epic) τύπτω beat aor subj pass 2nd dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπτήσει — τύπτω beat aor subj act 3rd sg (epic) τύπτω beat fut ind mid 2nd sg τύπτω beat fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπτήσω — τύπτω beat aor subj act 1st sg τύπτω beat fut ind act 1st sg τύπτω beat aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπτήσῃ — τύπτω beat aor subj mid 2nd sg τύπτω beat aor subj act 3rd sg τύπτω beat fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπτεσθε — τύπτω beat pres imperat mp 2nd pl τύπτω beat pres ind mp 2nd pl τύπτω beat imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»