-
1 ударять
ударятьнесов в разн. знач. χτυπώ, κτυπώ, κρούω, πλήττω, τύπτω:\ударять палкой ραβδίζω, χτοπῶ μέ τό μπαστούνι· \ударять ногой κλωτσώ· \ударять по лицу́ χαστουκίζω, μπατσίζω· \ударять в барабан κρούω τό τύμπανο· \ударять в колокол κτυπῶ τήν καμπάνα. -
2 грызть
-зу, -зешь, παρλθ. χρ. грыз, -ла, -ло, ρ.δ.μ.1. τρωγαλίζω, γριτσανίζω, τραγανίζω, ροκανίζω. || ξεκοκκαλίζω, περιτρώγω.2. μτφ. ενοχλώ, τρώγω με τη γκρίνια•ты -зешь меня с утра до вечера με τρως με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.
3. τύπτω, βασανίζω, κατατρύχω•меня -зет сомнение μέ τρώει ή αμφιβολία•
его -зет совесть τον τύπτει η συνείδηση.
κυριλξ. κ. μτφ. αλληλοτρώγομοα, αλληλοφαγώνομαι•собаки -зутся τα σκυλιά αλληλοτρώγονται•
соседи вечно -утся οι γείτονες όλο τον καιρό αλληλοτρώγονται.
-
3 загрызть
-грызу, -грызешь, παρλθ. χρ. загрыз, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загрызенный, βρ: -зен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. κατατρώγω• ξεκοκκαλιάζω• κατασπαράζω, κατασχίζω.2. μτφ. τύπτω, επιτιμώ•совесть его -ла τον έτυψε η συνείδηση•
тоско меня -ла με έφαγε η θλίψη.
αρχίζω να αλληλοτρώγομαι κλπ. ρ. βλ. грызться. -
4 лечь
лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла-ло, προστκ. ляг ρ.σ.1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.
3. πέφτω, κάθομαι•платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.
4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•
могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.
6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.
-
5 резать
режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -оρ.δ.μ.1. κόβω, τέμνω•резать хлеб κόβω ψωμί•
резать мясо κόβω κρέας•
резать металл κόβω μέταλλο.
|| διαχωρίζω•дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.
|| αυλακώνω•лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.
2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•
резать нарыв σχίζω το απόστημα.
3. αμ. κόβω•нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.
4. σφάζω•резать кур σφάζω τις κότες.
|| κατασχίζω, κατασπαράζω•резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.
5. βλ. вырезать (2 σημ.).6. βλ. гравировать.7. προξενώ οξύ πόνο•ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•
вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•
в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.
|| μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•
резать сознание τύπτω τη συνείδηση.
8. απορρίπτω•резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.
9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.επιτακτική•так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•
режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•
пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•
свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.
11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.εκφρ.резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.1. κόβομαι.2. βλ. прорезаться (2 σημ.).3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.). -
6 скрести
скребу, скребшь, παρλθ. χρ. скрб, скребла, -ло ρ.δ.1. ξύνω, αποξέω• ροκανίζω, γριτσανίζω.2. μτφ. βασανίζω, κατατρύχω• τύπτω• τρώγω.εκφρ.на душе ή на сердце кошки -бут; -бт на душе ή на сердце – με τρώει το σαράκι στην καρδιά (με κατατρύχει).ξύνω• γριτσανίζω• ροκανίζω•собака за дверью -бётся το σκυλί στην πόρτα γριτσανίζει•
в углу мышь -бётся στη γωνία ποντίκι γριτσανίζει.
-
7 угрызать
ρ.δ.μ.1. βλ..угрызть.2. παλ. βασανίζω, τύπτω• τρώγω•меня -ает совесть με τύπτει η συνείδηση.
με βασαν ίζει, με τύπτει.
См. также в других словарях:
τύπτω — beat pres subj act 1st sg τύπτω beat pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… … Dictionary of Greek
τύπτεσθον — τύπτω beat pres imperat mp 2nd dual τύπτω beat pres ind mp 3rd dual τύπτω beat pres ind mp 2nd dual τύπτω beat imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύπτετον — τύπτω beat pres imperat act 2nd dual τύπτω beat pres ind act 3rd dual τύπτω beat pres ind act 2nd dual τύπτω beat imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύπτον — τύπτω beat pres part act masc voc sg τύπτω beat pres part act neut nom/voc/acc sg τύπτω beat imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τύπτω beat imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπεῖτον — τύπτω beat aor opt pass 2nd dual τύπτω beat aor subj pass 3rd dual (epic) τύπτω beat aor subj pass 2nd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπείητον — τύπτω beat aor opt pass 2nd dual τύπτω beat aor subj pass 3rd dual (epic) τύπτω beat aor subj pass 2nd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπτήσει — τύπτω beat aor subj act 3rd sg (epic) τύπτω beat fut ind mid 2nd sg τύπτω beat fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπτήσω — τύπτω beat aor subj act 1st sg τύπτω beat fut ind act 1st sg τύπτω beat aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπτήσῃ — τύπτω beat aor subj mid 2nd sg τύπτω beat aor subj act 3rd sg τύπτω beat fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύπτεσθε — τύπτω beat pres imperat mp 2nd pl τύπτω beat pres ind mp 2nd pl τύπτω beat imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)