Перевод: с греческого на французский

с французского на греческий

τό+μαγαζί

См. также в других словарях:

  • μαγαζί — το (Μ μαγαζί) 1. κατάστημα πώλησης διαφόρων αγαθών, εμπορικό κατάστημα ή εργαστήριο 2. αποθήκη νεοελλ. στον πληθ. τα μαγαζιά η αγορά, ο τόπος όπου είναι συγκεντρωμένα πολλά εμπορικά καταστήματα ή εργαστήρια μσν. χώρος για φύλαξη χρήσιμων… …   Dictionary of Greek

  • μαγαζί — το ιού (λ. ιταλ.) 1. εμπορικό κατάστημα, εργαστήριο, αποθήκη: Άνοιξα ένα μαγαζί αλλά δεν έχει πολλή δουλειά. 2. στον πληθ., τα μαγαζιά η αγορά: Πάμε μια βόλτα στα μαγαζιά; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • κατάστημα — το (Α κατάστημα και μτγν. τ. κατάστεμα) νεοελλ. 1. εμπορικό, μαγαζί, πρατήριο εμπορευμάτων 2. βιοτεχνικό εργαστήριο, εργοστάσιο 3. το κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη μια δημόσια υπηρεσία ή κοινωφελές ίδρυμα, εταιρεία, τράπεζα ή άλλος οργανισμός… …   Dictionary of Greek

  • κουτσομάγαζο — το μικρό μαγαζί, μικρομάγαζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + μάγαζο (< μαγαζί), πρβλ. μικρο μάγαζο, φτηνο μάγαζο] …   Dictionary of Greek

  • φτωχομάγαζο — το, Ν φτωχικό μαγαζί ή μαγαζί φτωχού …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • магазея — ж., магазей м. амбар, магазин , яросл., олонецк. (Кулик.), укр. магазей, блр. гамазея. Вероятно, заимств. с Запада; ср. магазейн, с 1705 г., в эпоху Петра I; Христиани 41; Уст. морск. 1720 г.; см. Смирнов 183. Пришло из голл. magazijn склад , а… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • -άτορας — κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο αλογάτορας, μαγαζί μαγαζάτορας, αποστολή αποστολάτορας, παιγνίδι παιγνιδάτορας, νοίκι… …   Dictionary of Greek

  • αλογάτορας — ο ο αλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. αλόγατα, παρεκτεταμένος τ. πληθ. τού ουσ. άλογο ή απευθείας από τον τ. άλογο + παράγων, κατάλ. άτορας (πρβλ. μαγαζί μαγαζάτορας)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»