Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τό+κρύο

См. также в других словарях:

  • κρύο — το (Μ κρύο) ψύχρα, ψύχος νεοελλ. φρ. α) «άρπαξα κρύο» ασθένησα λόγω κρυολογήματος, κρυολόγησα β) «έμεινε στα κρύα τού λουτρού i) εξαπατήθηκε ii) απέτυχε, ιδίως ερωτικά iii) εγκαταλείφθηκε χωρίς να ειδοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κρύος (τὸ)… …   Dictionary of Greek

  • Κρύο Νερό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 130 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραβόλας. 2. Οικισμός (55 κάτ.) του νομού Χανίων …   Dictionary of Greek

  • Κρύο Πηγάδι — Οικισμός (21 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιλίων της νομαρχίας Δυτικής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • κρύο — το ψύχρα, παγωνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • Certains l'aiment froid — Données clés Titre original Μερικοί το προτιμούν κρύο (Meriki to protimoun krio) Réalisation Yánnis Dalianídis Scénario Yánnis Dalianídis Soci …   Wikipédia en Français

  • Crioterapia — Saltar a navegación, búsqueda La crioterapia (del griego κρύο(ς)/kryo(s)=frío helado y θεραπεία/terapia, mientras que la criocirugía deriva de κρύο(ς)/frío + χειρουργική/ keirourgiki= trabajo manual, cirugía) es la aplicación de frío sobre el… …   Wikipedia Español

  • Merikoi to protimoun kryo — Some Like it Cold Merikoi to protimoun kryo Μερικοί το προτιμούν κρύο Directed by Giannis Dalianidis Produced by The Roussopoulos Brothers Written by Giannis Dalianidis Star …   Wikipedia

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • ζέστη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου. * * * και ζέστα, η (Μ ζέστη) θερμότητα, υψηλή θερμοκρασία νεοελλ. 1. θαλπωρή 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • κρυότητα — και κρυγιότη, η (Μ κρυότητα και κρυότης και κρυότη) κρύο, παγωνιά, ψύχος μσν. κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + κατάλ. ότης (πρβλ. βαρβαρ ότης, καθαρ ότης). Ο τ. κρυγιότη < κρύγιος + κατάλ. ότης (πρβλ. αγρι ότη, νι ότη)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»