Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τό+ιδιο

  • 121 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 122 совершенно

    επίρ.
    1. τελείως, τέλεια, εντελώς, στην εντέλεια.
    2. ακέραια, πλήρως, απόλυτα, καθ ολοκληρία, πέρα για πέρα, καθ όλα, ολότελα•

    он совершенно прав αυτός έχει περα για πέρα δίκαιο•

    совершенно верно απόλυτα σωστά•

    это- одно и тоже αυτό είναι ένα και το ίδιο.

    Большой русско-греческий словарь > совершенно

  • 123 согласно

    επίρ., κ. πρόθ.
    1. επίρ. ομοίως, όμοια, το ίδιο.
    2. μονοιασμένα, με ομόνοια, με σύμπνοια.
    3. ομόφωνα, αρμονικά.
    4. πρόθ. με δοτ. σύμφωνα•

    согласно закону σύμφωνα με το νόμο•

    согласно уставу σύμφωνα με το καταστατικό.

    Большой русско-греческий словарь > согласно

  • 124 соподчинённый

    επ.
    από μτχ: -ые предложения υποτακτικές προτάσεις (δυο και περισσό-τερς προτάσεις υποταγμένες στο ίδιο μέλος της κύριας πρότασης).

    Большой русско-греческий словарь > соподчинённый

  • 125 срастись

    срастусь, срастшься, παρλθ. χρ. сросся, -лась, -лось
    ρ.σ.
    1. συμφύομαι, συγκολλιέμαι φυσικά. || συναρθρώνομαι, κολλώ, πιάνω•

    сломанная кость -лась το σπασμένο κόκκαλο κόλλησε.

    || (για πληγές) επουλώνομαι• θρέφω.
    2. μτφ. ενώνομαι, συνδέομαι αδιάρρηκτα, ενοποιούμαι, συγχωνεύομαι, γίνομαι ένα και το ίδιο.

    Большой русско-греческий словарь > срастись

  • 126 стилизация

    θ.
    1. στυλιζάρισμα (πρόσδοση σε έργο Τέχνης, λόγου ίδιο στυλ).
    2. έργο κατ απομίμηση στυλ άλλου.

    Большой русско-греческий словарь > стилизация

  • 127 схождение

    ουδ.
    1. κάθοδος, κατέβασμα.
    2. πτώση, πέσιμο• ξάπλωμα (για σκοτάδι κ.τ.τ.).
    3. πέρασμα, μετάπτωση(από ένα μέρος σε άλλο). || βγάλσιμο, έξοδος•

    схождение с рельсов εκτροχιασμός.

    4. ένωση, σύγκλιση (προς το ίδιο σημείο).

    Большой русско-греческий словарь > схождение

  • 128 также

    επίρ.
    επίσης, ομοίως, το ίδιο, ωσαύτως.

    Большой русско-греческий словарь > также

См. также в других словарях:

  • -ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… …   Dictionary of Greek

  • -ίδιο — βλ. ιδιο(ν) …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • πεντοξ(ε)ίδιο — το χημ. οξ(ε)ίδιο το οποίο περιέχει πέντε άτομα οξυγόνου σε κάθε μόριό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentoxide < πεντα + οξ(ε)ίδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • μονοξ(ε)ίδιο — το χημ. οξείδιο που περιέχει, στον χημικό τύπο του, ένα μόνο άτομο οξυγόνου («μονοξείδιο τού άνθρακα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monoxyde (< μον(ο) * + οξ(ε)ίδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek

  • οξ(ε)ίδιο — το (Α ὀξείδιον και ὀξίδιον) νεοελλ. χημικό σώμα που σχηματίζεται από την ένωση τού οξυγόνου με ένα στοιχείο ή με μία ρίζα (α. «βασικά οξείδια» τα ιοντικά οξείδια μετάλλων που σχηματίζουν, όταν είναι διαλυτά, αλκαλικά διαλύματα β. «όξινα οξείδια»… …   Dictionary of Greek

  • ἴδι' — ἴδιο , εἶδον see aor imperat mid 2nd sg (doric) ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδιε , ἴδιος one s own masc voc sg ἴδιε , ἴδιος one s own masc/fem voc sg ἴδιαι , ἴδιος one s own fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»