-
1 ἰδιό-στολος
ἰδιό-στολος, auf eigene Kosten ausgerüstet; τριήρης Plut. Alc. 1; ἰδ. ἔπλευσε, er fuhr in einem auf eigene Hand ausgerüsteten Schiffe, Thes. 26.
-
2 ἰδιό-σημος
ἰδιό-σημος, in eigener Bedeutung, Schol. Hermog. VII p. 195.
-
3 ἰδιό-τροπος
ἰδιό-τροπος, von eigenthümlicher Art u. Weise, Strab. XVII, 823, von besonderer. Größe; κέρατα φύσεως ἰδιοτρόπου κοινωνοῦντα D. Sic. 3, 34; ἡδονή Plut. Non posse 16. – Adv. ἰδιοτρόπως, z. B. τὸν βίον ἔχειν D. Sic. 3, 18.
-
4 ἰδιό-τυπος
ἰδιό-τυπος, von eigenthümlicher Gestaltung, Hermes bei Stob. ecl. phys. 1 p. 938.
-
5 ἰδιό-τακτος
ἰδιό-τακτος, Erkl. von ἰδιόῤῥυϑμος, Hesych.
-
6 ἰδιό-φυτον
ἰδιό-φυτον, τό, eine Pflanze, Diosc.
-
7 ἰδιό-φωνος
ἰδιό-φωνος, mit eigener Stimme, Sp.
-
8 ἰδιό-χρωμος
ἰδιό-χρωμος, dasselbe, Artemid. 2, 3.
-
9 ἰδιό-χροος
ἰδιό-χροος, seine eigene, natürliche Farbe habend, Ptolem.
-
10 ἰδιό-χειρος
ἰδιό-χειρος, eigenhändig; τὸ ἰδιόχειρον, Originalhandschrift, Sp.; auch ἰδιοχείρως ὑπογράψαι.
-
11 ἰδιό-γραφος
ἰδιό-γραφος, eigenhändig geschrieben, Gell. N. A. 9, 14.
-
12 ἰδιό-κριτος
ἰδιό-κριτος, nach eigenem Urtheil verfahrend, Hesych., l. d.
-
13 ἰδιό-κτητος
ἰδιό-κτητος, selbst erworben, eigenthümlich; Hippocr.; Strab. XIV extr.
-
14 ἰδιό-κοτος
ἰδιό-κοτος, Ggstz von ἀλλόκοτος, Hesych.
-
15 ἰδιό-γλωσσος
ἰδιό-γλωσσος, von eigener, besonderer Sprache, Strab. V, 226.
-
16 ἰδιό-ξενος
ἰδιό-ξενος, ὁ, Privatgastfreund; Ggstz von πρόξενος, D. Hal. 1, 84; Parthen. 8; D. Sic. 13, 15 u. a. Sp.
-
17 ἰδιό-βιος
-
18 ἰδιό-μορφος
ἰδιό-μορφος, von besonderer, eigener Gestalt; ζῷον Strab. IV, 207; Plut. Mar. 25.
-
19 ἰδιο-πρός-ωπος
ἰδιο-πρός-ωπος, von eigenthümlichem Ansehen, Ptol.
-
20 ἰδιο-προς-ωπέω
ἰδιο-προς-ωπέω, ein eigenthümliches Ansehen haben, Procl.
См. также в других словарях:
-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
-ίδιο — βλ. ιδιο(ν) … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
πεντοξ(ε)ίδιο — το χημ. οξ(ε)ίδιο το οποίο περιέχει πέντε άτομα οξυγόνου σε κάθε μόριό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentoxide < πεντα + οξ(ε)ίδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
μονοξ(ε)ίδιο — το χημ. οξείδιο που περιέχει, στον χημικό τύπο του, ένα μόνο άτομο οξυγόνου («μονοξείδιο τού άνθρακα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monoxyde (< μον(ο) * + οξ(ε)ίδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
οξ(ε)ίδιο — το (Α ὀξείδιον και ὀξίδιον) νεοελλ. χημικό σώμα που σχηματίζεται από την ένωση τού οξυγόνου με ένα στοιχείο ή με μία ρίζα (α. «βασικά οξείδια» τα ιοντικά οξείδια μετάλλων που σχηματίζουν, όταν είναι διαλυτά, αλκαλικά διαλύματα β. «όξινα οξείδια»… … Dictionary of Greek
ἴδι' — ἴδιο , εἶδον see aor imperat mid 2nd sg (doric) ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδιε , ἴδιος one s own masc voc sg ἴδιε , ἴδιος one s own masc/fem voc sg ἴδιαι , ἴδιος one s own fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek