Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τό+βαρέλι

  • 41 непочатый

    επ.
    μη αρχινημένος, ανάρχιστος άθικτος, απείραχτος•

    -ая бочка вина ανάρχι-στο βαρέλι με κρασί.

    || μτφ. άφθονος.
    εκφρ.
    непочатый край ή угол – αφθονία, το κέρας της Αμάλθειας.

    Большой русско-греческий словарь > непочатый

  • 42 обогнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обогнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ, βάζω γύρω κάμπτοντας•

    обогнуть обруч вокруг бочки περνώ στεφάνι στο βαρέλι.

    2. παρακάμπτω•

    мыс, остров παρακάμπτω το ακρωτήριο, το νησί.

    Большой русско-греческий словарь > обогнуть

  • 43 перекатать

    ρ.σ.μ.
    1. κυλώ• μετακυλώ•

    перекатать бочку κυλώ το βαρέλι,

    2. κάνω περίπατο, αμαξάδα (όλους, πολλούς). || ξανακυλώ.
    (για όλους, πολλούς) κάνομε περίπατο, αμαξάδα.

    Большой русско-греческий словарь > перекатать

  • 44 перекатись

    -ачу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. κυλώ• μετακυλώ•

    перекатись бочку κυλώ το βαρέλι.

    κυλιέμαι• μετακυλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > перекатись

  • 45 перерез

    α.
    1. κοπή, κόψιμο.
    2. καδί από κομμένο βαρέλι στα δυό.

    Большой русско-греческий словарь > перерез

  • 46 подкатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. κυλώ προς ή κάτω απο•

    подкатить бочку к углу κυλώ το βαρέλι προς τη γωνία.

    || οδηγώ, φέρω (για οχήματα).
    2. (για μεταφορικά μέσα) τρέχω, πλησιάζω, φτάνω γρήγορα.
    3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά•

    тошнота -ла к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό•

    у меня -ло в сердце μου ήρθε άσχημα στην καρδιά.

    εκφρ.
    подкатить глаза – περιφέρω τους βολβούς των ματιών.
    κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. мячик -лся под диван το τόπι κύλισε κάτω από το ντιβάνι•

    ко мне -лся мальчик σέ μένα ήρθε γρήγορα ένα παιδάκι•

    тошнота -лась к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό.

    Большой русско-греческий словарь > подкатить

  • 47 подтекать

    ρ.δ.
    1. βλ. подтечь (1 σημ.).
    2. ρέω, τρέχω λίγο•

    бочка -ает το βαρέλι τρέχει λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > подтекать

  • 48 поливной

    επ.
    ποτιστικός, αρδευτικός•

    поливной сезон εποχή άρδευσης.

    || ποτιστικός, που έχει ανάγκη ποτίσματος•

    -ая пшеница ποτιστικό σιτάρι•

    -ое земледелие ποτιστική καλλιέργεια.

    || για πότισμα•

    -ая бочка βαρέλι για πότισμα.

    Большой русско-греческий словарь > поливной

  • 49 прикатить

    ρ.σ.
    1. μ. πλησιάζω κυλώντας•

    прикатить бочку κυλώ το βαρέλι.

    2. έρχομαι, φτάνω, αφικνούμαι (με όχημα).
    πλησιάζω, κυλιόμενος, κυλιέμαι, κυλώ•

    монета -лась к стенке το κέρμα κύλισε κοντά στον τοίχο.

    Большой русско-греческий словарь > прикатить

  • 50 прокатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прокаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κυλώ•

    прокатить бочку κυλώ το βαρέλι.

    2. μ. κάνω περίπατο•

    прокатить ребнка на саночках κάνω περίπατο το παιδάκι στο ελκυθράκι.

    3. διέρχομαι, διαβαίνω, περνώ με ταχύτητα.
    4. Ιτφ• κατάψηφίζω, μαυρίζω.
    5. μτφ. κριτικάρω αυστηρά•

    прокатить в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.

    1. κυλιέμαι. || μτφ. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι.
    2. κάνω κούρσα, πηγαίνω περίπατο.

    Большой русско-греческий словарь > прокатить

  • 51 пустой

    επ., βρ: пуст, -а, -о.
    1. άδειος, κενός• κούφιος•

    -ая бочка άδειο βαρέλι•

    -ая коробка άδειο κουτάκι•

    пустой чемодан άδεια βαλίτσα.

    || ακατοίκητος•

    пустой дом ακατοίκητο σπίτι.

    || ελεύθερος•

    у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.

    || ακαρύκευτος, ανάρτυτος•

    -ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).

    2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.
    3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•

    -ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.

    || ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.
    4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.
    5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.
    εκφρ.
    - ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•
    с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•
    уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•
    - ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > пустой

  • 52 распереть

    разопру, разопршь, παρλθ. χρ. распр
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рас-пртый, βρ: -прт, -а, -о
    ρ.σ.μ. διευρύνω, διαρρηγνύω, σπάζω (με την πίεση)•

    льдом -ло бочку το βαρέλι έσπασε από τον πάγο (τη διαστολή).

    (απλ.) φουσκώνω, διογκώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распереть

  • 53 сельдь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ. αρίγγη, ρέγγα• ρέγγα η σαρδική: капчная сельдь καπνιστή ρέγγα.
    εκφρ.
    как -и в бочке – σαν οι σαρδέλες στο κουτί ή στο βαρέλι (πολύ μεγάλος συνωστισμός).

    Большой русско-греческий словарь > сельдь

  • 54 скатить

    скачу, скатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. κυλώ προς τα κάτω• κατρακυλώ•

    скатить бочку в подвал κυλώ το βαρέλι στο υπόγειο.

    1. κυλιέμαι προς τα κάτω• κατρακυλώ. || κατεβαίνω, κατέρχομαι απο• πέφτω απο.
    2. μτφ. μεταπίπτω•

    скатить к идеализму κατρακυλώ στον ιδεαλισμό•

    скатить в болото оппортунизма κατρακυλώ στο βούρκο του οππορτουνισμού.

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. скатить1)• περιβρέχω, περιχύνω• ξεπλύνω.
    περιβρέχομαι• ξεπλύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > скатить

  • 55 течь

    течёт, текут, παρλθ. χρ. тёк, текла, -ло, μτχ. ενστ. текущий, επιρ. μτχ. δεν έχει
    ρ.δ.
    1. ρέω• τρέχω• πηγαίνω•

    река течт το ποτάμι ρέει•

    слёзы текут δάκρυα πηγαίνουν•

    кровь течт αίμα πηγαίνει (τρέχε ι).

    || πέφτω, χύνομαι (για κόκκους, λεπτά τεμάχια).
    2. στάζω, αδειάζω•

    бочка течт το βαρέλι τρέχει.

    3. μτφ. κινούμαι μαζικά•

    на улице -ла толпа στο δρόμο ξεχύνονταν το πλήθος.

    || διαδέχομαι•

    рассуждение -ло за рассуждением η μια σκέψη διαδέχονταν την άλλη.

    5. μτφ. περνώ, διαβαίνω, διαρρέω•

    время течт быстро ο καιρός περνά γρήγορα.

    θ.
    1. εισροή, ροή, τρέξιμο.
    2. οπή ροής.

    Большой русско-греческий словарь > течь

  • 56 укатить

    укачу, укатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. κυλώ, απομακρύνω κυλώντας•

    укатить бочку κυλώ το βαρέλι•

    укатить колесо κυλώ τη ρόδα (τροχό)..

    2. (για μέσα μεταφοράς)• φεύγω κυλώντας. || (για άνθρωπο) αναχωρώ, φεύγω (με μεταφ. μέσο)•

    он -ил за границу αυτός έφυγε για το εξωτερικό.

    3. (απλ.) φεύγω ολοταχώς, το σκάζω.
    1. κυλίω, απομακρύνομαι κυλιόμενος•

    мяч -лся το τόπι κύλισε μακριά.

    2. βλ. ενεργ. φ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > укатить

  • 57 утлый

    επ.
    παλαιός, φθαρμένος, ερειπωμένος-ετοιμόρροπος• σαραβαλιασμένος•

    -ое суднышко παλιοκαραβάκι•

    -ая лодка παλιόβαρκα.

    || σάπιος• σαθρός•

    -ая бочка σάπιο βαρέλι.

    || μτφ. άθλιος, ελεεινός. || μτφ. παλ. σαραβαλιασμένος, τελείως εξαντλημένος•

    утлый старичок σαραβαλιασμένο γεροντάκι.

    Большой русско-греческий словарь > утлый

  • 58 утор

    α.
    εγκοπή, αυλακιά (για την τοποθέτηση πυθμένα στο βαρέλι).

    Большой русско-греческий словарь > утор

См. также в других словарях:

  • βαρέλι — το 1. δοχείο που αποτελείται από σανίδες οι οποίες συσφίγγονται κυκλικά με ξύλινη ή μεταλλική στεφάνη και έχουν δύο παράλληλους πυθμένες, βαγένι: Θα σας δώσω κρασί απ το παλιό βαρέλι. 2. κάθε μεγάλο μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο: Στάζει το βαρέλι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρέλι — Δοχείο κυλινδρικό που είναι ελαφρώς διογκωμένο στη μέση του και κατασκευάζεται με τις λεγόμενες βαρελοσανίδες, δηλαδή ξύλινες σανίδες που συγκρατούνται και συνάπτονται με σιδερένια ή ξύλινα στεφάνια. Τα β. χρησιμεύουν για την αποθήκευση και τη… …   Dictionary of Greek

  • βουτσί — το (Μ βουττίον και βουττίν και βουτσίον και βουτσίν) ξύλινο βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού μσν. μέτρο χωρητικότητας πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βουτσίν < βουτσίον < *βουτίον < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • βυτίο — το 1. βαρέλι 2. μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων για εναποθήκευση ή μεταφορά υγρών καυσίμων, λυμάτων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (βλ. και βουτσί)] …   Dictionary of Greek

  • κάδη — η [κάδος] 1. μεγάλο ξύλινο δοχείο που μοιάζει με βαρέλι και χρησιμεύει για πάτημα σταφυλιών 2. ξύλινο δοχείο στο οποίο χτυπούν το γάλα για να χωρίσουν από αυτό το βούτυρο 3. βαρέλι για την τοποθέτηση τυριού ή βουτύρου …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • νεόκουφον — νεόκουφον, τὸ (Α) καινούργιος κάδος, καινούργιο βαρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κοῦφον «βυτίο, βαρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • οινοβάρελο — το βαρέλι για κρασί, κρασοβάρελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οίνος + βαρέλι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • τούνελ — Τεχνητό όρυγμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, που χρησιμεύει για τη διοχέτευση νερού ή τη διέλευση σιδηροδρομικής γραμμής. Bλ. λ. σήραγγα. Είσοδος τούνελ (σήραγγα) στην περιοχή Καπρούν στις αυστριακές αυστριακές άλπεις (φωτ. ΑΠΕ). * * * το,… …   Dictionary of Greek

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • βαρελίσιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι βαλμένος σε βαρέλι ή βγαλμένος από βαρέλι: Τα βαρελίσια κρασιά είναι πια δυσεύρετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»