-
21 ντόρος
ο сильный шум;κάνει πολύ ντόρο αυτό το παιδί — этот ребёнок очень беспокойный;
έκανε ντόρο αυτό το βιβλίο — эта книга наделала (много) шума;
§ ντόρος να γίνεται — для видимости [ν]τορ||ός ο — следы (животных, человека);
§ πάω με το ντόρό — следовать установившимся нравам и обычаям
-
22 πέτρα
η1) камень;σπίτι από πέτρα — каменный дом;
έκανε πέτρα την καρδιά του — сердце его сделалось каменным, он ожесточился;
τό ψωμί έγινε πέτρα — хлеб превратился в камень;
2) драгоценный камень;§ η πέτρα τού σκανδάλου — а) яблоко раздора; — б) камень преткновения;
ρίχνω πέτρα — больше не возвращаться;
οπό πέτρα σε λιθάρι — погов, из огня да в полымя;
πού κυλά μαλλί δεν πιάνει — посл, лежачий камень мохом обрастает -
23 πίττα
η пирог;§ πέσε πίττα να σε φάω — ждёт, когда пирожок в рот упадёт; — ему подавай всё готовенькое; — ему разжуй и в рот положи;
τον έκανε πίττα — он сделал из него лепёшку
-
24 πλήρωσα
καλά την προσβολή πού μού έκανε я ему отплатил сполна за причинённую мне обиду;πλήρωσα στο ακέραιο — расплачиваться сполна;
πλήρωσα τα λάθη μου — расплачиваться, поплатиться за свои ошибки;
§ την πλήρωσα τη νύφη — или πλήρωσα τα σπασμένα ( — или τάς αμαρτίας) — расплачиваться за чужие грехи;
θα μού το πλήρωσασεις ακριβά — ты мне за это дорого заплатишь;
1) — получать зарплату, получку;πλήρωσανομαι
2) брать взятки;§ αυτό δεν πλήρωσανεταν — это неоценимая услуга;
η χάρη πού μού 'καμες δεν πλήρωσανεται — вы мне оказали неоценимую услугу, я ваш неоплатный должник
-
25 σάμπως
1) как будто, будто бы;μρύ μιλούσε έτσι σάμπως να γνωριζόμαστε από χρόνια — он разговаривал со мной так, как будто мы с ним давно знакомы;
2) видимо, очевидно, по всей вероятности; кажется;σάμπως έχει δίκιο — видимо, он прав;
3) разве, неужели, будто;καί σάμπως δεν έκανε κάθε θυσία αυτός; — разве он не жертвовал всем?;
§ σάμπως ξέρει τί θέλει; — он и сам не знает, чего хочет
-
26 σάρα
η руины, развалины;έγιναν όλα σάρα — всё превратилось в развалины, всё рухнуло;
τα έκανε όλα σάρα — он всё смёл со своего пути;
§ η σάρα και η μάρα — всякий сброд;
σάρα! пропади всё пропадом!
-
27 σκυλί
το собака, пёс;§ κακό σκυλί — злая собака, злой пёс (о жестоком человеке);
είναι σκυλί μοναχό — он работяга, труженик;
γυρίζω σαν σκυλί — вести бездомную жизнь;
δεν γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του — столпотворение, неразбериха;
τον σκότωσαν σαν το σκυλί στ' αμπέλι — его убили как бездомную собаку;
μ' έκανε σκυλί — он меня разозлил;
ψόφησε σαν το σκυλί — он сдох как собака;
τό κακό σκυλί ψόφο δεν έχει — погов, злые люди два века живут;
τα σκυλίά γαυγίζουν, το καραβάνι περνάει — погов, собака лает, а караван идёт; — собака лает — ветер носит
-
28 σύντριμμα
σύντρίμμι τό1) обломок; осколок; 2) πλ. обломки; осколки; груда обломков; развалины;απ' το σείσμό όλα πέσανε σύντρίμμια — в результате землетрясения всё превратилось в груду развалин;
τα σύντρίμματα τού αρχαίου ναού — развалины древнего храма;
§
έγινε σύντρίμμι — он превратился в развалину;τον έκανε σύντρίμμι η δυστυχία — горе его сокрушило
-
29 ταράτσα
η1) терраса; 2) плоская крыша;§ την έκανέ ταράτσα — он наелся досыта
-
30 Η μαύρη η κουρούνα και στην
– Άσπρη θάλασσα πήγε, πάλι μαύρο αβγό έκανε• Ворона за море летала, да вороной и вернулась, а ума не стало• Глупый и в Киеве разума не купитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η μαύρη η κουρούνα και στην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔκανε — καίνω kill aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'κανε — ἔκανε , καίνω kill aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek