-
121 πετασμα
- ατος τό1) подстилка, покрывало, ковер(πέδον στρωννύναι - v. l. στορνύναι - πετάσμασιν Aesch.)
2) распусканиеτὸ π. τῶν πλεκτανῶν Arst. — распущенные щупальца (полипа)
-
122 πληθυω
(только praes., impf. и aor.)1) быть полным(νεκρῶν πλεθύει πέδον Eur.)
πληθυούσης ἀγορῆς Her. — когда рыночная площадь полна (народу)2) увеличиваться, возрастатьπληθύοντος ἡμῶν τοῦ γένους Plat. — когда наш род разросся;
ὅ πληθύων λόγος Soph. — всеобщая (господствующая) молва;3) ( о реке) прибывать, вздуваться, выступать из берегов, разливаться(ὅ Νεῖλος ἐπεὰν πληθύῃ Her.)
4) изобиловать, быть богатымπαισὴ π. Soph. — иметь много детей
-
123 προτρεπω
1)(Hom. - только med.-pass.) обращать, поворачивать
προτρέπεσθαι ἐπὴ νηῶν Hom. — отступать к кораблям;ἄχεϊ προτραπέσθαι Hom. — предаться скорби2) тж. med. побуждать, увещевать, склонять(τινὰ ἐπί, εἴς и πρός τι Xen., Plat., Aeschin., Arst., Polyb.)
προτρέψομαι (sc. σε) Soph. — я буду упрашивать, т.е. умоляю тебя3) тж. med. заставлять, принуждать(τινὰ ἐς πέδον κάρα νεῦσαι Soph.)
4) med. возбуждать любопытствоπροτραπέσθαι τινά τι Her. — заинтересовать кого-л. чем-л.
5) med. опережать, aor. превзойти(τινα ἐν τῷ πίνειν Plut.)
-
124 ραντηριος
-
125 στορεννυμι
στόρνῡμι, στρώννῡμι и στρωννύω (fut. στορέσω, aor. ἐστόρεσα - эп. στόρεσα, ион. ἔστρωσα; imper. στόρνυ; pass.: aor. ἐστορέσθην, pf. ἔστρωμαι)1) стлать, расстилать, постилать(δέμνια Hom., Soph.; κλίνην Her.; λέχος τινί Arph.)
χαμάδις σ. Hom. — стлать (постель) на полу2) разгребать(ἀνθρακιήν Hom.)
3) разглаживать, успокаивать(πόντον Hom.; θάλασσαν Theocr.)
τὸ κῦμα ἔστρωτο Her. — взволнованное море улеглось4) валить(πλάτανον δαπέδοις Anth.)
5) смирять, подавлять(τὸ φρόνημά τινος Thuc.)
6) ослаблять, унимать(ὀργήν Aesch.; τὸ λῆμά τινος Eur.)
7) устилать(πέδον πετάσμασιν Aesch.)
; усеивать(τέν ὁδὸν μυρσίνῃσι Her.)
8) выкладывать, мостить(ἐστρωμένη ὁδὸς λίθου Her.)
ἔδαφος λίθων πλαξὴ ἐστρωμένον Luc. — пол, выложенный каменными плитами -
126 στρατοπεδον
τό1) месторасположение войск, лагерь, стан Her., Aesch.2) стоящее лагерем войско Her., Soph., Thuc.3) полевая армияτετραμμένου τοῦ στρατοπέδου Her. — когда войско было обращено в бегство4) вооруженные силы5) флот Her., Thuc.ἡ ναῦς ἄριστα παντὸς τοῦ στρατοπέδου Lys. — лучший во флоте корабль
6) отряд, свита(τὸ τοῦ τυράννου σ. Plat.)
7) (в Риме; лат. legio) легион(τέτταρα στρατόπεδα Ῥωμαϊκά Polyb.)
-
127 συνεξευρισκω
1) сообща изыскивать, вместе находитьκαὴ σὺ ξυνέξευρ΄ αὐτόν Arph. — помоги и ты найти его
2) сообща придумывать, вместе изобретать(πάντα Isocr.; συνεξεύρισχ΄ ὅπως σωθήσεσθε καὴ πέδον τόδε Eur.)
-
128 τετραπεδος
I2[πέδον] четырехгранный, имеющий четыре плоскости(λίθοι Diod.)
II2[πούς] имеющий четыре фута(τῷ πλάτει Polyb.)
См. также в других словарях:
πέδον — ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδον — τὸ, Α 1. το έδαφος, η γη 2. (στη δοτ. ως επίρρ.) πέδῳ στο έδαφος, καταγής 3. φρ. α) «Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον» η Νεμέα β) «Παλλάδος κλεινὸν πέδον» η Αθήνα και ιδίως η Ακρόπολη γ) «Λήμνου πέδον» η Λήμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδον ανάγεται στην απαθή βαθμίδα … Dictionary of Greek
πέδω — πέδον ground neut nom/voc/acc dual πέδον ground neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδοις — πέδον ground neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδου — πέδον ground neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδων — πέδον ground neut gen pl πέδων one in fetters masc nom/voc sg πεδάω bind with fetters imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πεδάω bind with fetters imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδῳ — πέδον ground neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… … Dictionary of Greek
λακκόπεδον — και λακόπεδον, τὸ (Α.) το όσχεον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πέδον «έδαφος» (πρβλ. γή πεδον, οικό πεδον)] … Dictionary of Greek
μυχόπεδον — μυχόπεδον, τὸ (Α) (κατά τον Φώτ.) «γῆς βάθος, ᾅδης», τα έγκατα τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό πεδον, στρατό πεδον)] … Dictionary of Greek