Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τόσο

  • 101 неузнаваемость

    θ. до -и ώσπου δεν αναγνωρίζεται (τόσο πολύ άλλαξε).

    Большой русско-греческий словарь > неузнаваемость

  • 102 оный

    αντων. δεικτ. αυτός, εκείνος ακριβώς•

    оный день αυτήν ακριβώς τη μέρα.

    || ο ανωτέρω αναφερόμενος. || (αντων. προσωπική του 3 προσ. και μόνο στις πλάγιες πτ.)• так до отъезда в Москву, так и по возвращении из оной проживал в доме родителей τόσο πριν την αναχώρηση για τη Μόσχα, όσο και μετάτην επιστροφή απ αυτή ζούσε στο σπίτι των γονέων.
    εκφρ.
    во время оно; во времена они; в оны дни; в оны годы – εκείνο (αυτόν) τον καιρό εκείνους (αυτούς) τους καιρούς εκείνες (αυτές) τις μέρες εκείνα (αυτά) τα χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > оный

  • 103 понюхать

    ρ.σ.
    βλ. нюхать.
    εκφρ.
    ни понюхать не дать – δε δίνω καθόλου, ούτε μια στάλα, ούτε τόσο δα.

    Большой русско-греческий словарь > понюхать

  • 104 путать

    ρ.δ.μ.
    1. μπερδεύω, ανακατεύω•

    волосы μπερδεύω τα μαλλιά•

    путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.

    || συγχύζω, κάνω σύγχυση•

    -счт μπερδεύω το λογαριασμό•

    я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•

    я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.

    2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•

    не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).

    || πεδικλώνω.
    εκφρ.
    путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).
    1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.
    2. επεμβαίνω.
    3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).
    4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση).

    Большой русско-греческий словарь > путать

  • 105 разладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ (τη ρυθμική λειτουργία)•

    разладить часы χαλνώ το ωρολόγι•

    разладить машину χαλνώ τη μηχανή•

    совсем στίαραλιάζω.

    2. μτφ. διαλύω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    разладить дело χαλνώ την υπόθεση•

    разладить свадьбу χαλνώ το γάμο.

    3. παλ. χαλνώ κάτι που υπάρχει (σχέσεις, φιλία κ.τ.τ.).
    1. χαλνώ, δε λειτουργώ κανονικά•

    станок -лся η εργατομηχανή δε δουλεύει καλά.

    2. χαλαρώνω•

    отношения -лись οι σχέσεις δεν εί-και τόσο καλές•

    дело -лось η υπόθεση χάλασε.

    3. ξεχορδίζομαι, ξεκουρντίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разладить

  • 106 разъехаться

    -едусь, -едешься
    ρ.σ.
    1. (για πολλούς)• φεύγω• αναχωρώ (προς διάφορες κατευθύνσεις). || χωρίζω, παίρνω άλλη κατεύθυνση.
    2. φεύγω, αναχωρώ•

    она -лась с мужем αυτή έφυγε με τον άντρα της.

    3. δε συναντιέμαι (καθ οδό)•

    разъехаться с товарищем δε συναντιέμα ι, στο δρόμο με το σύντροφο.

    4. διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ πολύ σιμά•

    дорога такая узкая, что трудно разъехаться ο δρόμος είναι τόσο στενός, που είναι δύσκολο να μην εγγίξεις.

    5. διαχωρίζω, -ομαι, χωρίζω, -ομαι, παίρνω άλλη κατεύθυνση•

    лыжи -лись на льду τα σκι χώρισαν στον πάγο.

    || πέφτω, σκορπώ. || κουρελιάζω, ξεφτίζω• σχίζομαι•

    рубашка -лась το πουκάμισο έγινε κουρέλια.

    6. εκτείνομαι, πιάνω μέρος,. καταλαβαίνω χώρο.

    Большой русско-греческий словарь > разъехаться

  • 107 ребро

    -а, πλθ. рбра, рбер, рбрам α.
    1. πλευρό, παίδι•

    так похудел, что рбра видно αυτός αδυνάτισε τόσο, που φαίνονται τα πλευρά.

    2. άκρη, η πλευρά•

    ребро доски η πλευρά της σανίδας•

    ребро монеты η στεφάνη (γύρος)του κέρματος.

    3. ακμή•

    ребро двухгранного угла η ακμή της δίεδρης γωνίας•

    ребро пирамиды η ακμή της πυραμίδας.

    εκφρ.
    поставить вопрос -ом – βάζω το ζήτημα απερίφραστα, ορθά-κοφτά.

    Большой русско-греческий словарь > ребро

  • 108 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 109 сколько-то

    επίρ. κ. αντων. αόρ. τόσο• ένα ποσό, μια ποσότητα.

    Большой русско-греческий словарь > сколько-то

  • 110 столечко

    επίρ. τόσα δα, τόσο λιγάκι, ελάχιστο•

    дай мне столечко δόσε μου ελάχιστο.

    Большой русско-греческий словарь > столечко

  • 111 столько

    γεν. πλθ. стольких αντων. τόσος•

    сколько получил, столько и отдал όσα πήρα, τόσα έδοσα•

    уж столько раз напоминали ему τόσες φορές πια του υπενθύμησαν•

    среди стольких знакомых ни одного друга ανάμεσα σε τόσους γνωστούς, δεν έχω ούτε ένα φίλο.

    επίρ. он не столько силен, сколько ловок αυτός δεν είναι τόσο δυνατός, όσο επιδέξιος.

    Большой русско-греческий словарь > столько

  • 112 столько-то

    επίρ. τόσο ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > столько-то

  • 113 страсть

    θ.
    το πάθος•

    обуздать -и συγκρατώ τα πάθη•

    разжигать -и ανάβω, υποδαυλίζω τα πάθη•

    страсть кипит βράζει το πάθος.

    || μανία, μεράκι. || πάθος ερωτικό.
    θ. (απλ.)
    1. φρίκη, φόβος μεγάλος, δέος.
    2. πλήθος μεγάλο, πληθώρα•

    народу на базаре страсть - πολύς κόσμος στη λαϊκή αγορά.

    || (για κάτι ισχυρό)• φρίκη•

    желудок так ломит другой раз страсть - το στομάχι κάποτε τόσο πονά страсть φρίκη.

    3. επίρ. σφόδρα, φοβερά.

    Большой русско-греческий словарь > страсть

  • 114 чем

    σύνδ.
    1. (σε σύγκριση) παρά, απ ότι, απο•
    - никогда κάλιο αργά, παρά ποτέ•

    медь тяжелее чем алюминий ο χαλκός είναι βαρύτερος από το αλουμίνι.

    2. όσο•

    дальше, тем лучше όσο μακριά, τόσο πιο καλά.

    3. αντί, εκεί που, από τι•

    чем торопиться, выйдем лучше раньше εκεί που να βιαστούμε, καλύτερα να βγούμε νωρίτερα•

    раньше чем πριν ακόμα, νωρίτερα απο.

    Большой русско-греческий словарь > чем

  • 115 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 116 шевелить

    -велю, -велишь
    ρ.δ.
    1. μ. κινώ, κουνώ, σαλεύω, σείω•

    ветер -ит сучья деревьев ο άνεμος κουνά τα κλαδιά των δέντρων.

    || ανακατώνω, αναστρέφω, αναποδογυρίζω, ανασκαλίζω•

    шевелить соко αναστρέφω το χόρτο (για να ξεραθεί)•

    шевелить угли в печке ανασκαλίζω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.

    2. μτφ. ανακινώ, αναδεύω• διεγείρω• κινώ, βάζω σε κίνηση•

    старые воспоминания ανακινώ παλαιές αναμνήσεις•

    он такой вялый; надо его шевелить είναι τόσο νωθρός, που πρέπει συχνά να τον τσινάς.

    3. θροώ, θροϊζω.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι•

    листья -лятся от ветра τα φύλλα κουνιούνται από τον άνεμο•

    в строю шевелить нельзя στη σύνταξη δεν επιτρέπεται η κίνηση•

    он ещё не умер, -ится αυτός ακόμα δεν πέθανε, κουνιέται.

    2. μτφ. αναδεύομαι, ανακινούμαι, διεγείρομαι. || ταράσσομαι, αρχίζω να αντιδρώ.
    3. (προστκ.)
    ись
    -йтесь (παρότρυνση για δράση) κουνήσου, κουνηθείτε.
    εκφρ.
    - ятся деньгиπαλ. υπάρχουν χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > шевелить

См. также в других словарях:

  • τοσούλης, -α, -ικο — τόσο μικρός, τόσος δα: Το κουνελάκι είναι τοσούλικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»