-
1 καθαγνίζω
A purify, hallow,τὸν τόπον θείῳ καὶ δᾳδί Id.Philops.12
; μήτηρ πυρὶ καθήγνισται δέμας, i.e. has been burnt on the funeral-pyre, E.Or. 40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαγνίζω
См. также в других словарях:
καθαγνίζω — (AM καθαγνίζω) καθιστώ κάτι αγνό, εξαγνίζω, καθαρίζω («τὸν τόπον θείῳ καὶ δᾳδὶ καθαγνίζειν», Λουκιαν.) αρχ. 1. προσφέρω ως εξιλεωτική θυσία («πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας» αφού προσέφερε πάνω στην πυρά τού βωμού ως θυσία μίγμα από αλεύρι, μέλι και … Dictionary of Greek