-
1 τοξον
τό1) преимущ. pl. лук Hom., Pind., Trag., Her.2) pl. лук и стрелы Hom., Her., Soph.3) преимущ. pl. стрелы Soph., Plat.4) перен. стрела(τ. μερίμνης Plut.)
; луч(τόξα ἡλίου Eur.)
5) архит. арка, дуга Anth.6) pl. стрельба из лукаτόξων εὖ εἰδώς Hom. — отличный стрелок;
ἥ τέχνη τῶν τόξων Her. — искусство стрельбы из лука -
2 ηλιος
эп. преимущ. ἠέλιος, дор. ἀέλιος и ἅλιος (ᾱ) ὅ1) солнцеἡλίου κύκλος Trag., Arst. — солнечный диск;
ἡλίου θάλπη Aesch., θάλπος Eur. и καύματα Soph. — солнечный зной;ἠέλιος ἀνόρουσε Hom. — солнце взошло;ἅμ΄ ἠελίῳ ἀνιόντι Diod. — с восходом солнца;ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца;δύσετο ἠέλιος Hom. — солнце зашло;ἀφ΄ ἡλίου ἀνιόντος μέχρι δυομένου Aeschin. — от восхода солнца до (его) заката;ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Thuc. — быть освещенным солнцем;μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου Xen. — незадолго до захода солнца;περὴ ἡλίου ἔκλειψιν Xen. — во время солнечного затмения;ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Hom. — видеть солнечный свет, т.е. быть в живых, жить;ὑπ΄ ἠελίῳ Hom., ὑφ΄ ἡλίῳ Eur., ὑπὸ ἡλίου Thuc., ὑπὸ τὸν ἥλιον Dem. — под солнцем, т.е. на земле, на свете;οὐκέτ΄ εἶναι ὑφ΄ ἁλίῳ Eur. — не быть больше в живых2) место восхода солнца, востокπρὸς ἠῶ τ΄ ἠέλιόν τε Hom., πρὸς ἠῶ τε καὴ ἡλίου ἀνατολάς или πρὸς ἠῶ τε καὴ ἥλιον ἀνατέλλοντα Her. — к востоку, на восток;
οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες Her. — восточные эфиопы3) дневной путь солнца, т.е. деньφῶς ἓν ἡλίου Eur. — свет одного дня, т.е. всего лишь один день;
ἁλίῳ ἀμφ΄ ἑνί Pind. — в течение одного лишь дня;ἡλίους δέκα Luc. — десять дней4) солнечная жара, знойὁ ἥ. πολύς Luc. — сильная жара;
οἱ ἥλιοι καὴ τὸ πνῖγος ἐλύπει Thuc. — зной и духота мучили (пленников)5) солнечный свет(ἐκ τοῦ ἡλίου εἰς τὸ σκότος ἰέναι Arst.; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι Plut.)
6) светлое настроение, ясность(τῆς ψυχῆς Plut.)
См. также в других словарях:
τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek