-
1 τόλμα
τόλμα, ἡ, auch τόλμη, der Muth, Etwas zu unternehmen, Kühnheit, Dreistigkeit; Pind. τόλμα καὶ δύναμις ἕσποιτο, Ol. 9, 82; εὐϑεῖα, 13, 11; τόλμᾳ τε καὶ σϑένει, P. 10, 24, u. öfter; τόλμας ἀφαιρεῖν, Eur. Suppl. 465; τόλμης ἕκατι κἀδίκου φρονήματος, Aesch. Ch. 990; πῶς οὖν ὁ λῃστὴς ἐς τόδ ἂν τόλμης ἔβη, Soph. O. R. 125 u. öfter, wie Eur., σὺ τόλμαν τήνδ' ἔτλης ἀμήχανον Hec. 1123, τί τέρμα τόλμης γενήσεται Hipp. 937; τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας, Ar. Th. 702; Her. 7, 135; καὶ ἀναίδεια, Dem.; Aesch. 1, 24; Plat. oft, καὶ ϑρασύτης, Lach. 197 b; καὶ ἀναισχυντία, Apol. 384; Folgde; auch das Unterfangen, das Wagniß, Aesch. Ch. 1025; als eigtl. att. gilt τόλμη, nach Ellendt überall bei den Tragg. herzustellen; doch findet sich τόλμα auch Eur. Andr. 702 Ion 1264. – Verwandt mit ΤΑΆΩ, ΤΑΛΑ'Ω, tolerare.
См. также в других словарях:
τόλμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α 1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση τού κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.) 2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος,… … Dictionary of Greek