Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τόκου

  • 1 беспроцентный

    эк. άτοκος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > беспроцентный

  • 2 понижение

    η μείωση, η ελάττωση, το χαμήλωμα, η πτώση. - интереса эк. - του τόκου
    капиллярное тех. - η τριχοειδής ταπείνωση
    - курса валюты эк. η πτώση της τιμής του συναλλάγματος
    - спроса торг. - της ζήτησης
    - уровня воды тех. - της στάθμης του ύδατος/των υδάτων
    - уровня грунтовых вод тех. - της στάθμης των υπόγειων υδάτων
    - цен торг. - η πτώση των τιμών

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понижение

  • 3 Current

    adj.
    Be current, v.: P. and V. κρατεῖν, ἰσχειν, V. πληθύειν, P. ἐπικρατεῖν, περιτρέχειν, διαφέρειν (Thuc. 3, 83).
    Become current: P. ἐκνικᾶν.
    As the story is current among men: V. ὡς μεμύθευται βροτοῖς (Eur., Ion, 265).
    Current prices: P. αἱ τιμαὶ αἱ καθεστηκυῖαι (Dem. 1285).
    He hires from us at the current rate of interest: P. μισθοῦται οὑτοσὶ παρʼ ἡμῶν τοῦ γιγνομένου τόκου τῷ ἀργυρίῳ (Dem. 967).
    ——————
    subs.
    Of a river, etc.: P. ῥεῦμα, τό (Thuc. 2, 102), ῥοή, ἡ (Plat., Crat. 402A); see Stream.
    Full of currents, adj.: P. ῥοώδης.
    With the current: P. κατὰ ῥοῦν.
    Flow with a strong current: P. and V. πολὺς ῥεῖν.
    Of air: P. and V. πνεῦμα, τό.
    Turn current: met., P. and V. παροχετεύειν, V. παρεκτρέπειν ὀχετόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Current

См. также в других словарях:

  • τόκου — τόκος childbirth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέινς, Τζον Μέιναρντ — (John Maynard Keynes, Κέιμπριτζ 1883 – Φερλ, Σάσεξ 1946). Άγγλος οικονομολόγος. Μέλος της βρετανικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη των Βερσαλιών, παραιτήθηκε για να γράψει ένα έργο, στο οποίο υποστήριζε πως ήταν αδύνατον να λειτουργήσει το σύστημα… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… …   Dictionary of Greek

  • Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το …   Dictionary of Greek

  • ανατοκισμός — ο η προσθήκη του τόκου στο κεφάλαιο και το τόκισμά του, η κεφαλαιοποίηση του τόκου: Ο ανατοκισμός είναι ευνοϊκός για τον καταθέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υφαίρεση — η 1. υφαρπαγή, υπεξαίρεση, υποκλοπή, σούφρωμα. 2. αφαίρεση (βλ. λ.). 3. (γραμμ.), η αποβολή φθόγγου στη μέση λέξης, η συγκοπή, π.χ. περιβόλι περβόλι, πέρυσι πέρσι, σκόροδο σκόρδο. 4. (μαθ.), αριθμητική πράξη για την εύρεση του τόκου που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • INFANS — I. INFANS a non fando dictus est, teste Nonio: sicut Graec. νήπιος, a νὴ et ἔπω. Hic sive die sive noctu in lucem prodit, natalis dicitur dies, ut ex Varrone fuse explicat A. Gell. l. 3. c. 2. et quidem verae nativitatis terminus, nonus est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NYMPHAE — aquarum Dcae, quasi Lympharum numina, ut quidam volunt. Occani filias fuisse testatur Orpheus, Hymnô in honorem earundem consecratô: Νύμφαι θυγατέρες μεγαλήτορος Ὠκεανοῖο Ὑγροπόροις γαίης ὑπὸ κεύθεσιν οἰκἴ ἔχουσαι. Virg. eas fluviorum matres esse …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανατοκισμός — ο η παραγωγή τόκου επί κεφαλαιοποιημένων τόκων …   Dictionary of Greek

  • απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυράζω — ἐνεχυράζω (Α) [ενέχυρον] 1. παίρνω ως ενέχυρο («μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.) 2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.) 3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» μού παίρνουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»