-
81 укладка
1. (установка, прокладка) η τοποθέτηση, η τακτοποίηση- вала с центровкой по коленчатому валу η άρμοση του άξονα και ευθυγράμμιση με τον στροφαλοφόρο άξονα- в штабель см. - в стопу -кабеля η άρμοση των καλωδίων- труб η άρμοση των σωλήνων 2 (упаковки) η συσκευασία, το πακετάρισμα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укладка
-
82 уровень
1. (прибор) το αλφάδι 2. (степень величины, значимости и т.п.) το επίπεδο, ο βαθμόςэнергетический - физ. η ενεργειακή στάθμη3. (условная горизонтальная линия или плоскость, являющаяся границей высоты чего-л) το επίπεδο, η επιφάνεια 4. (высота подъёма жидкости) η στάθμη- воды принятый за нулевой - του ύδατος, θεωρούμενη ως βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уровень
-
83 фильтр
ο ηθμόςο διϋλιστήρας, разг. το φίλτροмасляный - ελαίου/λαδιούмедленный - (в водоснабжении) «αργό» -тепловой - опт. θερμικός -тонкий - ψιλός -, λεπτός -трубчатый - αυλωτός -, σωληνωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фильтр
-
84 хранение
η φύλαξ/η, η αποθήκευσηплата за - груза на ж.-д. станции сверх срока οι επισταλίες για - του φορτίου στον σιδηροδρομικό σταθμόсрок - я προθεσμία/διορία - ης- σε χύμαхолодильное - σε ψύξη/ψυγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хранение
-
85 шкала
η κλίμακαη κλίμαξο πίνακας ένδειξης- температурная международная практическая Διεθνής πρακτική θερμομετρική - (IPTS)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шкала
-
86 вооружение
вооружение с (действие', оружие) о εξοπλισμός· сокра щение \вооружениеи η μείωση των εξο πλισμών· контроль над \вооружениеем о έλεγχος των εξοπλισμών* * *с(действие; оружие) ο εξοπλισμόςсокраще́ние вооруже́ний — η μείωση των εξοπλισμών
контро́ль над вооруже́нием — ο έλεγχος των εξοπλισμών
-
87 палата
Палата представителей η Βουλή των Αντιπροσώπων 3) (учреждение) το επιμελητήριο*Торговая \Палата το Εμπορικό Επιμελητήριο* Оружейная \Палата το θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου* Книжная \Палата το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη* * *ж1) ( в больнице) ο θάλαμος2) полит. η βουλήпала́та представи́телей — η Βουλή των Αντιπροσώπων
3) ( учреждение) το επιμελητήριοТорго́вая пала́та — το Εμπορικό Επιμελητήριο
Оруже́йная пала́та — το Θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου
Кни́жная пала́та — το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη
-
88 ход
ход м 1) η πορεία· η κίνηση (движение ) 2) η εξέλιξη (развитие)9 \ход событий η πορεία των γεγονότων; в \ходе переговоров στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων 3) (вход) η είσοδος; \ход со двора η είσοδος είναι από την αυλή 4) (β игре) η σειρά; шахм. η κίνηση ◇ пустить в \ход βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση* * *м1) η πορεία; η κίνηση ( движение)2) η εξέλιξη ( развитие)ход собы́тий — η πορεία των γεγονότων
в ходе перегово́ров — στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων
3) ( вход) η είσοδοςход со двора́ — η είσοδος είναι από την αυλή
4) ( в игре) η σειρά; шахм. η κίνηση••пусти́ть в ход — βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση
-
89 расстановка
расстановк||аж ἡ τοποθέτηση [-ις], ἡ διάταξη:\расстановка сил ἡ διάταξη των δυνάμεων \расстановка кадров ἡ κατανομή τῶν στελεχών \расстановка слов в предложении ἡ σειρά (или ἡ διάταξη) τών λέξεων \расстановка книг ἡ τακτοποίηση τών βιβλίων ◊ говорить с \расстановкаой (ό)μιλώ ἀργά, (ό)μιλῶ χωρίς βιάση. -
90 совет
советм1. (наставление) ἡ συμβουλή:\совет врачей ἡ ἱατρική συμβουλή· дру́жеский \совет ἡ φιλική συμβουλή, ἡ φιλική παραίνεση· следовать чьим-л. \советам ἀκολουθώ τίς συμβουλές κάποιου·2. (совещание) συμβούλιο[ν]:военный \совет τό πολεμικό συμβούλιο· семейный \совет τό οίκογενειακό[ν] συμβούλιο[ν]·3. (административный или общественный орган) τό συμβούλιο[ν]:Совет Министров τό ϋπουργικό[ν] συμβούλιο[ν]· Всемирный \совет Мира τό Παγκόσμιο[ν] Συμβούλιο[ν] είρήνης· Совет Безопасности СОН τό Συμβούλων 'Ασφαλείας τοῦ ΟΗΕ·4. (орган государственного управления в СССР) τό Σοβιέτ, τό Συμβούλιο[ν]:Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ (τής Ένωσης τῶν Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών)· Совет Союза τό Σοβιέτ τής Ένωσης· Совет Национальностей τό Σοβιέτ τών Εθνοτήτων Совет народных депутатов τό Σοβιέτ των \си́кС5р βουλευτών' областной \совет τό Σοβιέτ τής περιοχής· местные \советы τά τοπικά Σοβιέτ· городской \совет τό Σοβιέτ τής πόλεως· сельский \совет τό Σοβιέτ τοῦ χωριοῦ· Съезд Советов τό συνέδριο των Σοβιέτ· ◊ \совет да4 любовь μονοιασμένοι κι ἀγαπημένοι. -
91 губной
επ.χειλικός, των χειλέων•губной ые мышцы μυώνες των χειλέων•
-ая помада πομάδα των χειλέων•
-ая краска κραγιόνι των χειλέων, κοκκινάδι.
|| χειλόφωνος•-ые согласные χειλόφωνα σύμφωνα.
-
92 кадетский
επ.των καντέ•кадетский мундир στολή των καντέ•
кадетский корпус η στρατιωτική σχολή των καντέ•
-ая партия το κόμμα των καντέ.
-
93 обратить
-ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•-йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•
обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•
обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•
обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.
|| αλλάζω, μεταφέρω•-разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.
|| τραβώ, προσελκύω•обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.
2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•
обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.
3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•
обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).
|| τρέπω•обратить в бегство τρέπω σε φυγή•
обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.
4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.
εκφρ.в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•
обратить вспять πισωγυρίζω.
|| κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.
|| καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.
2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.
|| περιφέρομαι.3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•
он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.
4. οξύνω, εντείνω•обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•
обратить в зр-ние εντείνω την όραση.
|| τρέπομαι•обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.
-
94 петух
-а α.1. πετεινός, κόκορας. || το αρσενικό μερικών ορνιθοειδών.2. μτφ. καυγατζής, παλικαράς, νταής.3. το λάλημα των κοκοριών (αργά τη νύχτα ή πολύ πρωί)•сидеть до -ов κάθομαι ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια•
проговорить до вторых -ов κουβεντιάζω ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια δεύτερη φορά (ως πολύ πρωί)•
первые -и πρώτο λάλημα των κοκόριων•
вторые -и το δεύτερο (πρωινό) λάλημα των κοκόριων•
вставать с -ами σηκώνομαι πολύ πρωί (με το λάλημα των κοκόριων).
εκφρ.пустить (красного) -а – πυρπολώ•пустить -а – κάνω φάλτσο (λαρυγγισμό) κατά την υψιφωνια, φαλτσάρω. -
95 стихийный
επ. βρ: -хйен, -хиина, -хийно.1. του στοιχείου της φύσης•-ое бедствие θεομηνία.
|| έμφυτος, ενυπάρχων•стихийный закон φυσικός νόμος (των φαινομένων).
|| ισχυρός, δυνατός (όπως των στοχείων).2. αυθόρμητος•характер экономических законов ο αυθόρμητος χαρακτήρας των οικονομικών νόμων•
-ое развитие рабочего движения αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος•
стихийный характер крестьян ских восстаний ο αυθόρμητος χαρακτήρας των αγροτικών εξεγέρσεων.
-
96 топот
-а α.ποδοκρότημα• ο χτύπος των βημάτων•конский топот ο κρότος των αλογοπατη-μάτων•
топот прохожего ο κρότος των πατημάτων του διαβάτη•
топот многих лошадей το ποδοβολητό των αλόγων.
-
97 установление
-я ουδ.1. καθιέρωση, εγκαινίαση• εφαρμογή•установление надзора над кем-н. καθιέρωση παρακολούθησης κάποιου.
2. καθορισμός•, установление цен καθορισμός των τιμών•установление границ καθορισμός των συνόρων.
3. επιβολή•установление тишины επιβολή ησυχίας•
установление порядка επιβολή της τάξης.
4. καθορισμός, προσδιορισμός, εξακρίβωση, διαπίστωση•установление сил противника καθορισμός των εχθρικών δυνάμεων•
установление фактов η εξακρίβωση των γεγονότων.
5. παλ. • αποκατάσταση• -связи αποκατάσταση σύνδεσης (επικοινωνίας). -
98 хлебный
επ.1. των σιτηρών, των σιτωδών, των δημητριακών•-ые запасы προμήθειες σιτηρών•
-ые всходы οι φύτρες των σιτωδών.
2. σιταρίσιος•-ые сухари σιταρίσιες φρυγανιές.
3. τ°υ ψωμιού, του άρτου•хлебный магазин αρτοπωλείο, ψωμάδικο•
-ые карточки δελτία ψωμιού.
|| για ψωμί•-ая печь φούρνος για ψωμί•
-ые дрожжи μαγιά ψωμιού•
хлебный нож ψωμομά-χαιρο.
4. εύφορος, καρπερός, προκομμένος• σιτοπαραγωγικός σιτοφόρος•хлебный год χρόνος μεγάλης σοδειάς δημητριακών προκομμένη σιτο-παραγωγική χρονιά.
5. μτφ. επικερδής, αποδοτικός, προσοδοφόρος.εκφρ.- ое дерево – αρ-τόκαρπος ή αρτόδεντρο. -
99 арматура
1. (устройства и детали) τα εξαρτήματα, ο εξαρτισμός 2. (элемент усиления железобетонных конструкций) η ενίσχυση, η σιδηροδεσία 3. мор. τα επιστόμια- трубопроводная предохранительная – ασφαλιστικά - των σωληνώσεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > арматура
-
100 батарея
1. (источник тока) η ηλεκτρική συστοιχίαразг. η μπαταρία (ξεν.)аварийная - ανάγκης, εφεδρική -гальваническая - πρωτογενής -, γαλβανική -2. (совокупность однотипных приборов, устройств и т.п.) η συστοιχία, η ομάδαцентральная (тлф.) - κεντρική -3. (отопления) το σώμα θέρμανσης 4. (военная) η συστοιχία (των πυροβόλων), η πυροβολαρχία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > батарея
См. также в других словарях:
τών — τῶν ΝΜΑ (αρθρ.) (γεν. πληθ.) βλ. ο … Dictionary of Greek
τῶν — ὁ lentil fem gen pl ὁ lentil masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
Ινδιών, Εταιρεία των- — Κύριο όργανο του αγγλικού, του γαλλικού και του ολλανδικού αποικισμού στις Ινδίες κατά τον 17ο και τον 18ο αι. Οι πιο γνωστές για τον ρόλο που διαδραμάτισαν και για τη διάρκειά τους ήταν: η Αγγλική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, η Ολλανδική… … Dictionary of Greek
Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek