-
1 τυμβοχοος
I2насыпающий могильный курган или совершающий надгробные возлияния(χειρώματα Aesch.)
IIὅ могильщик Anth.
См. также в других словарях:
τυμβοχόος — ον, Α 1. αυτός που με επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τυμβοχόοι οι νεκροθάφτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο χόος] … Dictionary of Greek