-
1 χειρωμα
- ατος τό1) (собственноручное) действиеτυμβοχόα χειρώματα Aesch. — возлияния на могилу;
θανάσιμον χ. Soph. — умерщвление, убийство2) захваченное, добычаεὐμαρὲς χ. Aesch. — легкая добыча, т.е. беззащитная пленница
См. также в других словарях:
χείρωμα — τὸ, Α [χειρῶ (II)] 1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.) 2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.) 3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek