-
41 обволакивать
обволакиватьнесов τυλίγω, καλύπτω / σκεπάζω (о тучах):\обволакивать туманом καλύπτω μέ ὁμίχλη. -
42 обвязать
обвязатьсов, обвязывать несов δένω, περιδένω, τυλίγω. -
43 обернуть
обернутьсов см. оборачивать и обертывать· ◊ \обернуть кого́-л. вокруг пальца разг τυλίγω κάποιον, κάνω κάποιον τοδ χεριού μου. -
44 обертывать
оберт||ыватьнесов ί. (περι)τυλίγω, πε-ρικαλύπτω, κουκουλώνω·2. (поворачивать) στρίβω, στρέφω (μετ.), γυρίζω:\обертыватьывать лицо στρέφω τό πρόσωπο. -
45 облекать
облекатьнесов1. (одевать во что-л.) уст. ντύνω, ἐνδύω, τυλίγω, περιβάλλω·2. перен (выражать, воплощать в какой-л. форме) ἐκφράζω, ἐνσαρκώνω, δίνω μορφή:\облекать свой мысли в слова ἐκφράζω τίς σκέψεις μου μέ λέξεις·3. перен (властью и т. п.) παρέχω, ἀπονέμω, δίνω:\облекать доверием παρέχω ἐμπιστοσύνη· ◊ \облекать тайной καθιστώ κάτι ἀπόρρητον. -
46 обматывать
обматыватьнесов τυλίγω, περιτυλίγω. -
47 опутать
опутатьсов, опутывать несоз.1. (обматывать) (περι)τυλίσσω:\опутать колю'чей проволокой περιτυλίσσω ἀγκαθωτό σύρμα· а2. перен τυλίγω, μπερδεύω. -
48 паковать
паковатьнесов ἀμπαλλαρω, συσκευάζω/ πακεττάρω, τυλίγω, τυλίζω (завертывать). -
49 свертывать
свертыватьнесов1. τυλίγω (скатывать)/ διπλώνω (складывать):\свертывать цигарку στρίβω τσιγάρο· \свертывать паруса μαζεύω τά πανιά·2. (лепестки, листья \свертывать о растениях) μαζεύω, μαζεύομαι·3. (сокращать) περιορίζω, μειώνω, συμπτύσσω:\свертывать производство περιορίζω τήν παραγωγἤ ◊ \свертывать лагерь σηκώνω τήν κατασκήνωση. -
50 скатывать
скатывать Iнесов (в трубку) τυλίγω, κουλουριάζω, στρίβω.скатывать IIнесов Κυλώ, κατρακυλώ (μβτ.), κατεβάζω:\скатывать с горы κατεβάζω κάτι κυλώντας. -
51 скрутить
скрутитьсов, скручивать несов1. (веревку, нитку и т. п.) τυλίγω, στρίβω, συστρέφω:\скрутить папиросу στρίβω τσιγάρο·2. (связывать) δένω:\скрутить ру́ки назад δένω κάποιου τά χέρια στήν πλάτη· ◊ болезнь его́ скрутила ἡ ἀρρώστια τόν Εκανε πτώμα -
52 сматывать
сматыватьнесов1. (отматывать) ξεκουβαριάζω, ξετυλίζω·2. (наматывать) κουβαριάζω, τυλίγω· ◊ \сматывать у́дочки разг τό κόβω λάσπη. -
53 увязывать
увязыватьнесов1. δένω, τυλίγω, κάνω μπόγο/ συνδέω (доски, балки)·2. перен (согласовывать) συνδέω, συντονίζω:\увязывать теорию с практикой συνδέω τή θεωρία μέ τήν πράξη. -
54 укутать
укутатьсов, укутывать несов τυλίγω, κουκουλώνω, σκεπάζω:\укутать ребенка в одеяло κουκουλώνω τό παιδάκι μέ τήν κουβέρτα \укутаться τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, σκεπάζομαι. -
55 закутать
[ζακούτατ'] ρ. τυλίγω -
56 заматывать
[ζαμάτυβατ"] ρ. τυλίγω -
57 кутать
[κούτατ"] ρ. τυλίγω, κου- кучер [κούτσιρί ουσ. α. αμαξάς κουλώνωкуш [*][κούς/] ουσ. α. μεγάλο ποσό -
58 обвёртывать
[αμπβιόρτυβατ'] ρ. τυλίγω -
59 обвивать
[αμπβιβάτ*] ρ. (περι>τυλίγω -
60 свертывать
[σβιόρτυβατ'] ρ. τυλίγω
См. также в других словарях:
τυλίγω — και τυλίζω τύλιξα, τυλίχτηκα, τυλιγμένος 1. μαζεύω κάτι και το στρέφω γύρω από τον εαυτό του ή από κάτι άλλο, κουβαριάζω, κουλουριάζω: Τυλίγω την κλωστή. 2. περικαλύπτω, περιβάλλω κάτι με κάλυμμα: Τύλιξέ μου το ψωμί σε χαρτί. 3. μτφ., εξαπατώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυλίγω — τυλίγω, τύλιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
μπαντάρω — τυλίγω με επίδεσμο, επιδένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banda «επίδεσμος»] … Dictionary of Greek
σεντονιάζω — τυλίγω με σεντόνι: Σεντονιάζω το πάπλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω … Dictionary of Greek
αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… … Dictionary of Greek
κατατυλίγω — (Α κατατυλίττω) (επιτ. τ. τού τυλίγω, τυλίττω*) νεοελλ. 1. τυλίγω σφιχτά 2. καλύπτω με επιμέλεια αρχ. τυλίγω εντελώς, μαζεύω τελείως … Dictionary of Greek
αναμηρύομαι — ἀναμηρύομαι (ΑΜ) 1. τυλίγω, μαζεύω (κλωστή κ.λπ.) 2. συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω 3. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρύομαι «μαζεύω, τυλίγω, παρατάσσω»] … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
περιτυλίσσω — ΝΜΑ και περιτυλίγω Ν 1. τυλίγω κάτι γύρω γύρω, καλύπτω κάτι από παντού 2. τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο … Dictionary of Greek