Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τρᾱχύ

  • 1 климат

    климат м το κλίμα* мягкий (суровый) \климат το ήπιο (τραχύ) κλίμα континентальный (жаркий, умеренный) \климат το ηπειρωτικό (ζεστό, εύκρατο) κλίμα
    * * *
    м
    το κλίμα

    мя́гкий (суро́вый) кли́мат — το ήπιο (τραχύ) κλίμα

    континента́льный (жа́ркий, уме́ренный) кли́мат — το ηπειρωτικό (ζεστό, εύκρατο) κλίμα

    Русско-греческий словарь > климат

  • 2 грубый

    груб||ый
    прил
    1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:
    \грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·
    2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:
    \грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·
    3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:
    · \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'
    4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:
    \грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος.

    Русско-новогреческий словарь > грубый

  • 3 резкий

    резк||ий
    прил
    1. (острый, пронизывающий) ὁξύς, διαπεραστικός, δριμύς/ δυνατός, σφοδρός (сильный)· \резкий ветер ὁ σφοδρός ἀνεμος· \резкий холод τό δριμύ (или τό διαπεραστικόΜ) κρύο·
    2. (внезапный, значительный) ἀπότομος:
    \резкийое повышение температуры ἡ ἀπότομη ἀνοδος τής θερμοκρασίας·
    3. (неприятно действующий) δριμύς, βαρύς:
    \резкий запах ἡ βαρειά μυρωδ-ύ· \резкий голос ἡ διαπεραστική φωνή· \резкийие тона (цвета) τά χτυπητά χρώματα·
    4. (грубо очерченный) ἀδρός, ἐντονος:
    \резкийие черты липа τά ἐντονα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    5. (прямой, дерзкий) τραχύ.:, δριμύς, ἀπότομος:
    \резкий отпет ἡ ἀπότομη ἀπάντηση· \резкийие возражения οἱ ἐντονες ἀντιρρήσεις· \резкийая критика ἡ δριμεΤα κριτική· \резкий человек ὁ ἀπότομος ἀνθρο>πος.

    Русско-новогреческий словарь > резкий

  • 4 шершавый

    шершав||ый
    прил τραχύς:
    \шершавыйая ко́жа τό τραχύ δέρμα· \шершавыйые руки τά σκασμένα χέρια.

    Русско-новогреческий словарь > шершавый

  • 5 scrape

    [skreip] 1. verb
    1) (to rub against something sharp or rough, usually causing damage: He drove too close to the wall and scraped his car.) ξύνω,(ξε)γδέρνω
    2) (to clean, clear or remove by rubbing with something sharp: He scraped his boots clean; He scraped the paint off the door.) καθαρίζω ξύνοντας
    3) (to make a harsh noise by rubbing: Stop scraping your feet!) τρίβω με τραχύ ηχο,τρίζω
    4) (to move along something while just touching it: The boat scraped against the landing-stage.) περνώ ξυστά
    5) (to make by scraping: The dog scraped a hole in the sand.) ανοίγω με τα νύχια
    2. noun
    1) (an act or sound of scraping.) ξύσιμο,γρατσούνισμα
    2) (a mark or slight wound made by scraping: a scrape on the knee.) γδάρσιμο,ξέγδαρμα
    3) (a situation that may lead to punishment: The child is always getting into scrapes.) μπλέξιμο
    - scrape the bottom of the barrel
    - scrape through
    - scrape together/up

    English-Greek dictionary > scrape

  • 6 грубый

    επ., βρ: груб, -а, -о.
    1. τραχύς, άγριος, αδρός, χοντροειδής, χοντροφτιαγμένσς•

    -ая мебель χοντροειδές έπιπλο•

    -ая работа χοντροδουλειά•

    -ые черты лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    -ая кожа τραχύ δέρμα, τραχεία επιδερμίδα.

    2. τραχύς, άγαρμπος•

    грубый голос άγαρμπη φωνή.

    3. ανάγωγος, αγενής, αγροίκος•

    грубый человек αγροίκος άνθρωπος•

    -ое обращение ανάγωγη συμπεριφορά.

    4. μεγάλος, χοντρός•

    -ая ошибка χοντρό λάθος•

    -ое нарушение дисциплины μεγάλη παραβίαση της πειθαρχίας•

    -ая ложь χοντρό ψέμα.

    Большой русско-греческий словарь > грубый

  • 7 плахта

    θ.
    ύφασμα τραχύ, σκουτί.

    Большой русско-греческий словарь > плахта

См. также в других словарях:

  • τραχύ — τρᾱχύ , τραχύς jagged masc voc sg τρᾱχύ , τραχύς jagged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • τραχύς, -ιά, -ύ — επίρρ. ιά 1. ανώμαλος στην αφή, όχι λείος, ζαρωμένος: Τραχύ δέρμα. 2. σκληρός, δύσκαμπτος: Τραχύ κρέας. 3. μτφ., απότομος, βάναυσος, αγροίκος: Τραχιά συμπεριφορά. 4. κοπιαστικός, δύσκολος, ζόρικος: Τραχύ έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ενδόπλασμα — Το εσωτερικό στρώμα του κυτταροπλάσματος που βρίσκεται κοντά στον πυρήνα στα κύτταρα των ζώων και των φυτών και είναι περισσότερο έκδηλο στα πρωτόζωα και σε ορισμένα κύτταρα των ιστών (π.χ. ινοβλάστες). Το ε. ονομάζεται και μορφόπλασμα γιατί… …   Dictionary of Greek

  • ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …   Dictionary of Greek

  • Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»