-
21 τράπεζα
A table, esp. dining-table, eating-table, freq. in Hom., Τηλεμάχοιο τ., ἐμὴ τ., Od.17.333, 447, cf. IG12.330.4, Men.518.2;τ. παραθεῖναι Hdt.6.139
, Alex.171;παρέκειτο τ. Il.24.476
; τ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν, Ar.V. 1216, Anaxandr. 2 (but ἐσῄρετο is prob. cj.);ἡ τ. εἰσῄρετο Ar.Ra. 518
;τ. ἀφαιρεῖν Od. 19.61
, X.Smp.2.1 ([voice] Pass.);αἴρειν Men.273
, cf. 451;ἐκφέρειν Pl.Com. 69.2
; ξενίη τ. the hospitable board,ἴστω Ζεύς.. ξενίη τε τ. Od.14.158
, cf. 21.28;ᾔσχυνε ξενίαν τ. κλοπαῖσι A.Ag. 401
(lyr.), cf. 701 (lyr.);ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
, cf. Wilcken Chr.11.58 (ii B. C.);ἡ ξενικὴ τ. Aeschin.3.224
;τοὺς τῆς πόλεως ἅλας καὶ τὴν δημοσίαν τ. Id.2.22
; δέξασθαι τραπέζῃ καὶ κοίτῃ entertain at bed and board, Hdt.5.20;κοίτης μεθέξουσα καὶ τραπέζης μόνον Plu.Brut.13
;ἐπὶ τὰς αὐτὰς τ. ἰέναι Antipho 2.1.10
; τράπεζαν Περσικὴν παρετίθετο he kept a table in the Persian fashion, Th.1.130;τ. κοσμεῖν X. Cyr.8.2.6
, etc.; εἰς ἀλλοτρίαν τ. ἀποβλέπειν live at other men's table, at their expense, Id.An.7.2.33; τὴν τ. ἀνατρέπειν upset the table, D.19.198; prov. of a spendthrift, And.1.130; table dedicated to the gods, on which meats and offerings were set out, IG12.190.4, 840.19, 22.1245.6, 1534.163, 1933.2, Din.3.2;τ. ἱερά PCair.Zen. 708
(iii B. C.); ἐπὶ τὴν τ. τῶν Διοσκόρων ib.569.24 (iii B. C.); τ. Κυρίου, τ. δαιμονίων, 1 Ep.Cor.10.21.2 table, as implying what is upon it, meal,ἄνομος τ. Hdt.1.162
, cf. E.Alc.2, X.An.7.3.22; alsoβορᾶς τ. S.OT 1464
; Συρακοσίων τ., prov. of luxurious living, Ar.Fr. 216, cf. Pl.R. 404d; Σικελικαὶ τ. prov. ap. Jul. Or.6.203a;πολυτελὴς τ. Epicur.Ep.3p.64U.
; δεύτεραι τ. the second course, Plu.2.133e, Ath.14.639b; cf. τράγημα.II money-changer's counter,ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τ. Pl.Ap. 17c
, cf. Plu.2.70f;αἱ τ. τῶν κολλυβιστῶν Ev.Matt.21.12
; most freq. bank, Lys 9.5, etc.; ἡ ἐργασία ἡ τῆς τ. the right to operate the bank, D.36.6; ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τ. security given to the bank, Id.33.10;δοῦναι ἀργύριον ἐπὶ τ. Ev.Luc.19.23
;τὸ ἐπὶ τὴν τ. χρέως D.33.24
;οἱ ἐπὶ ταῖς τ.
bankers,Isoc.
17.2; κατασκευάζεσθαι τράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; τῆς τ. ἀνασκευασθείσης the bank having been broken, D.33.9; δημοσία τ. public bank at Delos, IG22.2336.180 (i B. C.); in Egypt, POxy. 835 (Aug.), etc.; βασιλικὴ τ. in Egypt, PEleph.27.22 (iii B. C.), PTeb.27.70 (ii B. C.), etc.;χειριστὴς τῆς ἐν τῇ Πολέμωνος μερίδι τ. PEnteux.38.1
(iii B. C.); opp.ἰδιωτικὴ τ. POxy. 305
(i A. D.), etc.; κολλυβιστικαὶ τ. ib.1411.4 (iii A. D.).3 tablet or slab with a relief or inscription, τ. χαλκῆ Orac. ap. D.21.53, cf. Paus.8.31.3; at a tomb, Plu.2.838c.8 shoulder-blade, Poll.2.177.9 grinding surface of the teeth, ib.93, Ruf.Onom.54. (The word is shortd. from τετράπεζα; hence the question καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τ. λήψομαι; as if this were an absurdity, Ar.Fr. 530;τ. τρισκελεῖς Cratin.301
:—so τρίπεζα, τρέπεδδα (qq. v.), of three-legged tables.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τράπεζα
-
22 τράπεζα
банкаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τράπεζα
-
23 τράπεζα
banque -
24 τράπεζα
1) bankowy przym.2) ławica (f) rzecz. -
25 τράπεζα
banka -
26 τράπεζα
bankΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τράπεζα
-
27 Τράπεζα Αγία
Τράπεζα Αγία ηСвятой Престол – главная принадлежность алтаря христианского храма. В Православном храме – это четырехсторонний стол, стоящий посредине алтаря и служащий местом совершения евхаристии. В таинственном смысле Престол изображает небесное место селения Господа Вседержителя, а также гроб Христов, так как на нем возлежит Тело Христово. Поэтому прикасаться к престолу не дозволяется никοму, кроме священнослужителейЭтим.< τρά-πεδ-jα < τρα- + πεδ (< πους) «четыре ноги»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Τράπεζα Αγία
-
28 τράπεζα πληροφοριών
el banc de dades -
29 Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολία
Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια– Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολίαИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολία
-
30 στρογγυλή τράπεζα
тркалезна маcаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > στρογγυλή τράπεζα
-
31 banka
τράπεζα -
32 τραπέζας
τραπέζᾱς, τράπεζαtable: fem acc plτραπέζᾱς, τράπεζαtable: fem gen sg (doric aeolic) -
33 τράπεζ'
τράπεζα, τράπεζαtable: fem nom /voc sgτράπεζαι, τράπεζαtable: fem nom /voc pl -
34 τραπέζαι
τραπέζᾱͅ, τράπεζαtable: fem dat sg (doric aeolic) -
35 τραπεζέων
τράπεζαtable: fem gen pl (epic ionic)τραπεζεύςat: masc gen plτραπεζέω̆ν, τραπεζεύςat: masc gen pl -
36 τραπέζαις
τράπεζαtable: fem dat pl -
37 τραπέζαισι
τράπεζαtable: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
38 τραπέζης
τράπεζαtable: fem gen sg (attic epic ionic) -
39 τράπεζαι
τράπεζαtable: fem nom /voc pl -
40 τράπεζαν
τράπεζαtable: fem acc sg
См. также в других словарях:
τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — table fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα … Dictionary of Greek
Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… … Dictionary of Greek
Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… … Dictionary of Greek
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… … Dictionary of Greek
Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)