-
61 τρις-οϊζυρός
τρις-οϊζυρός, auch 3 Endgn, dreimal, sehr unglücklich, Archil. 88.
-
62 τρις-θανής
τρις-θανής, ές, dreimal gestorben, dreimal des Todes würdig, Greg. Naz.
-
63 τρις-ολυμπιο-νίκης
τρις-ολυμπιο-νίκης, ὁ, dreimal olympischer Sieger, Pind. Ol. 13, 1, οἶκος.
-
64 τρις-ά-ποτμος
τρις-ά-ποτμος, = τριςάϑλιος, Sp.
-
65 τρις-άριθμος
τρις-άριθμος, dreimal gezählt, εἰκάς, Luc. Alex. 11.
-
66 τρις-άσμενος
τρις-άσμενος, sehr willig, gern, Xen. An. 3, 2, 24, auch fem. τριςασμένη, besser getrennt geschrieben.
-
67 τρις-ά-ωρος
τρις-ά-ωρος, sehr unzeitig, sehr unreif, Theodorid. 17 (VII, 527).
-
68 τρις-άγιος
τρις-άγιος, auch dreier Endgn, dreimal heilig, Sp.
-
69 τρις-άνθρωπος
τρις-άνθρωπος, ὁ, dreifach Mensch, statt τριςάϑλιος sagt Diogenes bei D. L. 6, 47.
-
70 τρις-ά-λαστος
τρις-ά-λαστος, das verstärke ἄλαστος, Mel. 72 (XII, 137).
-
71 τρις-άθλιος
τρις-άθλιος, dreimal, d. i. sehr unglücklich, Soph. O. C. 373 u. Sp., wie Luc. Gall. 24; auch getrennt geschrieben.
-
72 τρις-ά-λῡπος
τρις-ά-λῡπος, sehr wenig unangenehm, ganz unschädlich, Theophr.
-
73 τρις-έπ-αρχος
τρις-έπ-αρχος, ὁ, dreimal ἔπαρχος, Sp.
-
74 τρις-έχθιστος
τρις-έχθιστος, das verstärkte ἔχϑιστος, der Allerverhaßteste, Phryn. in B. A. 65. ·
-
75 τρις-έωλος
τρις-έωλος, das verstärkte ἕωλος, sehr abgeschmackt, einfältig, Ael. H. A. 16, 44.
-
76 τρις-έλικτος
τρις-έλικτος, = τριέλικτος, Man. 1, 19.
-
77 τρις-μῡριο-πλασίων
τρις-μῡριο-πλασίων, ονος, dreißigtausendfach, Archimed.
-
78 τρις-ᾱέ-ναος
τρις-ᾱέ-ναος, das verstärkte ἀέναος, Sp.
-
79 τρίς-φυλλον
τρίς-φυλλον, τό, poet, statt τρίφυλλον, Nic. Th. 520.
-
80 τρίς-εφθος
τρίς-εφθος, dreimal gekocht, Sp.
См. также в других словарях:
τρις — τρίς, ΝΜΑ επίρρ. τρεις φορές (α. «καταδικάστηκε τρις εις θάνατον» β. «ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ. γ. «νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και τρίς», Αριστοφ.) αρχ. 1. φρ. α) «ἐς τρίς» ή «ἐπὶ τρίς» ώς τρεις… … Dictionary of Greek
τρίς — thrice indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὡς μὴ βασκανθῶ δὲ τρὶς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον. — ὡς μὴ βασκανθῶ δὲ τρὶς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον. См. Плюнь и дунь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
CUBUS — I. CUBUS apud Arnob. l. 2. Quadragenarium istum ad te voca; et ex eo perconctare non abstrusum aliquid, non involutum, non de triangulis, non de quadratis, qui sit Cubus aut dynamis: ut et dynamis, nomina sunt quadratorum numerorum. Vetus Auctor… … Hofmann J. Lexicon universale
τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις … Dictionary of Greek
PLENUM — in coloribus, idem quod adstrictum, amarum, austerum, meracum, pressum, saturum, triste etc. quas voces vide hîc passim. In Tessera, latus illud, quod sex puncta habebat, sic dictum legimus: uti contra vacuum illud, in quo unitas tantum erat… … Hofmann J. Lexicon universale
ληστρίς — λῃστρίς, ίδος, ἡ (Α) ληστρική, πειρατική («ὑπό λῃστρίδων νεῶν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τρίς < ληΐς, ίδος (άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τρις (πρβλ. ζωσ τρίς, θερμασ τρίς)] … Dictionary of Greek
λαλητρίς — λαλητρίς, ίδος, ἡ (Α) φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα τρίς (πρβλ. αυλη τρίς, κληρω τρίς)] … Dictionary of Greek
λιβανωτρίς — λιβανωτρίς, ίδος, ἡ (Α) λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιβανωτίς, με επίθημα τρίς (πρβλ. ουρη τρίς, υμνη τρίς)] … Dictionary of Greek
μηλωτρίς — μηλωτρίς, ίδος, ἡ (Α) εργαλείο για εξέταση τραυμάτων ή για καθαρισμό τών αφτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλῶ «εξετάζω με τη μήλη» + επίθημα τρίς (πρβλ. λιβανω τρίς, στεφανω τρίς)] … Dictionary of Greek
ραντρίς — ίδος, ἡ, Α το περιρραντήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαντήρ + κατάλ. τών θηλ. ουσ. τρίς (πρβλ. κεν τρίς, πλυν τρίς)] … Dictionary of Greek