-
1 περι-στείχω
περι-στείχω, im Kreise herumgehen, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt, Od. 4, 277.
-
2 περιστείχω
A go round about, c. acc.,τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον Od.4.277
, cf. AP5.138 (Mel.): abs.,περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet. 1.1.13
, dub. in Alc.Com.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστείχω
-
3 ἀμφαφάω
ἀμφ-αφάω, part. ἀμφαφόων, -όωσα, mid. inf. - άασθαι, ipf. - όωντο: feel about, handle, esp. to test or examine something; τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα (Helen walks around the Trojan horse and ‘feels over’ it, while the Greeks are concealed within), Od. 4.277; of examining a necklace, χερσίν τ' ἀμφαφόωντο, Od. 15.462.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφαφάω
-
4 περιστείχω
περι-στείχω, im Kreise herumgehen; τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt
См. также в других словарях:
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
περιστείχω — Α 1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.) 2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ. β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek