-
101 разъедать
[ραζ'γιεντάτ'] ρ τρώγω, φθείρω -
102 съедать
[σ"γιεντάτ'] ρ τρώγω -
103 аппетит
-а α.1. όρεξη•у меня нет -а δεν έχω όρεξη•
потерять аппетит μου φεύγει η όρεξη, χάνω την όρεξη•
есть без -а τρώγω ανόρεχτα’ волчий аппетит κυνορεξία, βουλιμία•
аппетит приходит во время τρώγοντας έρχεται η όρεξη•
приятного -а! καλή όρεξη!
2. μτφ. επιθυμία. -
104 бросать
ρ.δ.μ.1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•гранату ρίχνω χειροβομβίδα•
бросать якорь ρίχνω άγκυρα.
2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.
3. διαχέω, σκορπίζω•бросать тень ρίχνω σκιά•
солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.
4. αποβάλλω ως άχρηστο•он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.
|| τοποθετώ άταχτα•бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.
5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.
|| μτφ. παύω, σταματώ•бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•
-айте работу! σταματήστε τη δουλιά!
(απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.
εκφρ.бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•бросать тень – μτφ. αμαυρώνω.1. αλληλορίχνω•-снежками χιονοπολεμώ.
|| μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).
2. σπεύδω, τρέχω•бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.
|| ρίχνομαι, πέφτω•бросать на колени πέφτω στα γόνατα•
бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.
3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.
|| τρώγω αχόρταγα•бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.
4. πηδώ από ψηλά•бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•
бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•
бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.
5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).εκφρ.бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. -
105 вкусить
вкушу, вкусишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкушенный, βρ: -шен, -шена, -шено ρ.σ.μ.1. (παλ. κ. γραπ. λόγος) τρώγω πίνω λίγο, δοκιμάζω.2. μτφ. γεύομαι, αισθάνομαι•вкусить наслаадения любви γεύομαι τις απολαύσεις της αγάπης.
-
106 вкусно
επίρ.1. νόστιμα•готовить вкусно μαγειρεύω νόστιμα•
как вкусно! τι νόστιμα!
2. με όρεξη, ορεχτικά•есть вкусно τρώγω με όρεξη.
-
107 всухомятку
-
108 выесть
-ем, -ешь, -ест, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. выел, -ла, -ло, προστκ. выешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выеденный, βρ: -ден, -а, -о ρ.σ.μ.1. κατατρώγω, τρωγαλίζω, ροκανίζω, καταβιβρώσκω.2. (χημ.) διαβιβρώσκω, φθείρω, τρώγω. -
109 выкусать
ρ.σ.μ.(απλ.) τρώγω δαγκώνοντας την τροφή. -
110 глотать
ρ.δ.μ. κ. αμ. καταπίνω, περνώ κάτω, κατεβάζω•глотать пилюли καταπίνω χάπια•
больно -πονώ όταν καταπίνω.
|| τρώγω λαίμαργα. || μτφ. διαβάζω γρήγορα και αχόρταγα• ακούω προσεχτικά•глотать романы один за другим καταβροχθίζω τα μυθιστορήματα ένα κοντά τ' άλλο.
εκφρ.глотать воздух – αναπνέω αέρα•глотать слезы – καταπίνω (συγκρατώ) τα δάκρυα•глотать олова – μασσώ τα λόγια•глотать слюнки – μου κινούν τα σάλια (κοιτάζω αχόρταγα).καταπίνομαι. -
111 голодать
ρ.δ.1. πεινώ, υποφέρω από πείνα. || στερούμαι απαραιτήτων, δεν επαρκώ.2. ασιτώ, δεν τρώγω, απέχω τροφής• μένω χωρίς τροφή. -
112 гранить
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. граненный, βρ: -нен, -нена, -неноκόβω κατά πλευρίες, φτιάχνω έδρες (για διαμάντια, κρύσταλλα κλπ.).εκφρ.гранить мостовую – α) τρώγω τους δρόμους (παραβαδίζω). β) περιφέρομαι άσκοπα.κόβομαι κατά πλευρίες. -
113 грызть
-зу, -зешь, παρλθ. χρ. грыз, -ла, -ло, ρ.δ.μ.1. τρωγαλίζω, γριτσανίζω, τραγανίζω, ροκανίζω. || ξεκοκκαλίζω, περιτρώγω.2. μτφ. ενοχλώ, τρώγω με τη γκρίνια•ты -зешь меня с утра до вечера με τρως με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.
3. τύπτω, βασανίζω, κατατρύχω•меня -зет сомнение μέ τρώει ή αμφιβολία•
его -зет совесть τον τύπτει η συνείδηση.
κυριλξ. κ. μτφ. αλληλοτρώγομοα, αλληλοφαγώνομαι•собаки -зутся τα σκυλιά αλληλοτρώγονται•
соседи вечно -утся οι γείτονες όλο τον καιρό αλληλοτρώγονται.
-
114 доесть
(γραμμ. στοιχεία βλ. ρ. есть1) ρ.σ.μ. αποτρώγω, τελειώνω το φαγητό μου•доем и пойду θ' αποφάγω και θα πάω.
|| τρώγω ως το τέλος•он доел булку хлеба αυτός έφαγε όλο το φραντζολάκι.
-
115 доконать
ρ.σ.μ. θανατώνω, αποτελειώνω, αφανίζω, τρώγω, ξεκάνω•больного -ла лихора-ка τον άρρωστο τον αφάνισε ο ψηλός πυρετός.
-
116 докончить
ρ.σ.μ. αποτελειώνω, αποπερατώνω•я -ил начатое вчера рисунок αποτέλειωσα: το σχέδιο, που άρχισα χτες.
|| αποτρώγω, τρώγω ως το τέλος, αποπίνω, πίνω ως το τέλος. -
117 допасти
-пасу, -пасшь, παρλθ. χρ. допас, -ла, -лоρ.σ.μ.αποβοσκώ, περνώ όλη τη μέρα στη βοσκή• τρώγω τη βοσκή ως• παύω να βοσκώ. -
118 жировать
-рую, -руешь, ρ.δ.μ.1. λιπαίνω•жировать кожу λιπαίνω το δέρμα.
2. -рует (κυνηγ.) τρώγω, βοσκώ• περιφέρομαι•зверь тут -ал το θηρίο εδώ περιφέρονταν.
3. (για δέντρα) αναπτύσσομαι, μεγαλώνω (σε βάρος της καρποφορίας). -
119 жрать
жру, жрешь; жрал, -а, -оρ.δ. (απλ.) μασώ, τρώγω•нечего жрать δεν υπάρχει τίποτε για να μασήσω.
-
120 заклевать
-клюю, -клюешь, παθ. μτχ,. παρλθ. χρ. заклеванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. καταραμφίζω, κατατσιμπώ. || βασανίζω, κατατρύχω, τρώγω• αγαναχτώ.2. αρχίζω να ραμφίζω.
См. также в других словарях:
τρώγω — gnaw pres subj act 1st sg τρώγω gnaw pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
τρῶγον — τρώγω gnaw pres part act masc voc sg τρώγω gnaw pres part act neut nom/voc/acc sg τρώγω gnaw imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρώγω gnaw imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώγετε — τρώγω gnaw pres imperat act 2nd pl τρώγω gnaw pres ind act 2nd pl τρώγω gnaw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώγῃ — τρώγω gnaw pres subj mp 2nd sg τρώγω gnaw pres ind mp 2nd sg τρώγω gnaw pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτρώ(γ)ω — τρώγω κακώς, ανεπαρκώς, υποσιτίζομαι, τρώγω τροφές όχι ιδιαίτερα θρεπτικές ή εύπεπτες … Dictionary of Greek
τρωγόμενον — τρώγω gnaw pres part mp masc acc sg τρώγω gnaw pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγόντων — τρώγω gnaw pres part act masc/neut gen pl τρώγω gnaw pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωξόμεθα — τρώγω gnaw aor subj mid 1st pl (epic) τρώγω gnaw fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρῶγε — τρώγω gnaw pres imperat act 2nd sg τρώγω gnaw imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)