-
81 τροποί
τροπόςtwisted leathern thong: masc nom /voc plτροπόωmake to turn: pres subj mp 2nd sgτροπόωmake to turn: pres ind mp 2nd sgτροπόωmake to turn: pres subj act 3rd sg -
82 τροπόν
τροπόςtwisted leathern thong: masc acc sg -
83 τρόποι
τρόποςturn: masc nom /voc pl -
84 τρόποιν
τρόποςturn: masc gen /dat dual -
85 τρόποις
τρόποςturn: masc dat pl -
86 τρόποισι
τρόποςturn: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
87 τρόποισιν
τρόποςturn: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
88 τρόπον
τρόποςturn: masc acc sg -
89 τρόπου
τρόποςturn: masc gen sgτροπόωmake to turn: pres imperat act 2nd sgτροπόωmake to turn: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
90 τρόπους
τρόποςturn: masc acc plτροπόωmake to turn: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
91 τρόπων
τρόποςturn: masc gen plτροπόωmake to turn: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)τροπόωmake to turn: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
92 τρόπως
τρόποςturn: masc acc pl (doric)τροπόωmake to turn: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
93 πραγματικός
πραγματικός, geschäftig, ὁ πραγματικός, in Geschäften erfahren, Geschäftsmann, bes. bei Sp. Rechtsgelehrter, Anwalt, Quint. 3, 6, 58. 12, 3, 4; der den Rednern u. Sachwaltern die Rechtsgründe an die Hand gab, auf welche sie ihre Reden gründeten, Cic. de orat. 1, 45, überh. sachkundig, erfahren, ad Att. 2, 20; öffentliche, Staatsgeschäfte betreibend, Pol. 7, 12, 2 u. öfter; bes. in Staatsgeschäften erfahren, εἰ βασιλέως πραγματικοῦ φρένας ἔχεις, 7, 11, 2; aber auch die römische Legion nennt er ἀήττητα καὶ πραγματικὰ πλήϑη, 1, 35, 5. Er vrbdt auch ὁ πραγματικὸς τρόπος τῆς ἱστορίας, 9, 2, 4, wie ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας τρόπος, 1, 2, 8, u. bezeichnet. seine Geschichte als eine pragmatische, im Ggstz der Geschichte der fabelhaften u. Heroenzeit (vgl. Plut. Galb. 2); auch = thatkräftig, Etwas auszurichten im Stande, ἐπίϑεσις, 5, 5, 4, λόγοι ἀνδρώδεις καὶ πραγματικοί, 36, 3, 1, u. öfter; auch das adv. braucht er häufig, geschickt, kundig, kräftig, λογίζεσϑαι, διανοεῖσϑαι, 3, 80, 5. 4, 50, 11, καὶ νουνεχῶς, 2, 13, 1.
-
94 βιός
βιός, ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόϑος ποϑή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φϑόγγος φϑογγή, φϑόρος φϑορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῠλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.
-
95 συγκριτικος
I31) складывающий, собирающий, соединительный Plat., Arst.2) сложный, составной(σώματα Sext.)
3) сравнивающий, сравнительный Plut.ὁ σ. τρόπος грам. — сравнительная степень
II -
96 τροπώ
τροπάομαιpres imperat mp 2nd sgτροπάομαιimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)τροπέωturn: pres subj act 1st sg (attic epic doric)τροπέωturn: pres ind act 1st sg (attic epic doric)τροπόςtwisted leathern thong: masc gen sg (doric aeolic)τροπόωmake to turn: pres subj act 1st sgτροπόωmake to turn: pres ind act 1st sg——————τροπόςtwisted leathern thong: masc dat sg -
97 δύστροπος
A ill-conditioned, surly, peevish,δ. γυναικῶν ἁρμονία E.Hipp. 161
;δύσκολος καὶ δ. D.6.30
, Ph.1.621;δ. καὶ σκυθρωπαὶ φύσεις Plu.2.361b
. Adv. [suff] δύς-πως,λογιστεύειν Philostr.VS1.19.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύστροπος
-
98 σημείωσις
A indication, notice, Plu.2.961c.II inference from a sign, Phld.Sign.2, al.; ὁ καθ' ὁμοιότητα τρόπος τῆς ς. ib.1; ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος τῆς ς. ib.31.2 Medic., remarking, observing of symptoms, Gal.19.394; used by the νεώτεροι for διάγνωσις acc. to Heliod. ap. Orib.45.16.4; later, examination, ἡ διὰ τοῦ πυρῆνος ς. Paul.Aeg.6.77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημείωσις
-
99 τροπόω
A like τρέπω, make to turn, put to flight, LXX Jd.4.23, 20.35 (v.l.), Wilcken Chr. 11 A40 (ii B. C.):—so in [voice] Med., LXX 2 Ki.8.1, al., D.H.2.50, Sammelb.5829.2.------------------------------------A furnish the oar with its thong, in [voice] Med., ναυβάτης τ' ἀνὴρ τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον fastened his oar by its thong round the thole, A.Pers. 376;τροπώσασθαι ναῦν Poll.1.87
:—[voice] Pass., of the oar, to be furnished with its thong, Ar.Ach. 553, Luc.Cat.1. -
100 ἀρτίτροπος
A of modest manners (but, just of age, acc. to Sch.), A.Th. 333 cod. [voice] Med. (v.l. ἀρτιδρόποις just plucked, of tender age).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτίτροπος
См. также в других словарях:
τροπός — twisted leathern thong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — turn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
τρόπος — ο 1. σύστημα ενέργειας, μέθοδος, μέσο: Υπάρχει τρόπος να πετύχεις. 2. μτφ., διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο: Έχει καλούς τρόπους. 3. επιτηδειότητα, λεπτότητα, ικανότητα: Τα ζήτησε με τρόπο και τα πήρε. 4. περιουσία, χρήματα, το βιος: Έχει τον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροπός — ο, ΝΑ ο τροπωτήρας αρχ. δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός) … Dictionary of Greek
λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
νομαδισμός — Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των… … Dictionary of Greek
τρόπω — τρόπος turn masc nom/voc/acc dual τρόπος turn masc gen sg (doric aeolic) τροπόω make to turn pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τροπόω make to turn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] … Dictionary of Greek
διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… … Dictionary of Greek