-
1 Τρωικός
ΤρωικόςTrojan: masc nom sg -
2 Τρωικός
Τρωικός: Trojan; Τρωικὸν πεδίον, ‘the Trojan plain,’ between Ilium and the sea.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Τρωικός
-
3 Τρωϊκός
A Trojan, Il.10.11, S.Aj.862, etc.;Τρωϊκὴν ἀνὰ χθόνα A.Myrm.
in PSI11.1211.3; τὰ T. the times of Troy, the Trojan war, Hdt.2.145, al., Th.1.3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τρωϊκός
-
4 Τρωικά
ΤρωικόςTrojan: neut nom /voc /acc plΤρωικά̱, ΤρωικόςTrojan: fem nom /voc /acc dualΤρωικά̱, ΤρωικόςTrojan: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 Τρωικόν
ΤρωικόςTrojan: masc acc sgΤρωικόςTrojan: neut nom /voc /acc sg -
6 Τρωικαί
ΤρωικόςTrojan: fem nom /voc pl -
7 Τρωικοί
ΤρωικόςTrojan: masc nom /voc pl -
8 Τρωικούς
ΤρωικόςTrojan: masc acc pl -
9 Τρωική
ΤρωικόςTrojan: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 Τρωικήν
ΤρωικόςTrojan: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 Τρωικών
-
12 Τρωικῶν
-
13 Τρωική
-
14 Τρωικῇ
-
15 Τρωικής
-
16 Τρωικῆς
-
17 Τρωικαίς
-
18 Τρωικαῖς
-
19 Τρωικοίς
-
20 Τρωικοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Τρωικός — Trojan masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωικός — ή, ό / τρωικός, ή, όν, ΝΜΑ [Τρώς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τροία («Τρωικός Πόλεμος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρωικά οι χρόνοι τού Τρωικού Πολέμου νεοελλ. φρ. α) «Τρωικοί Αστεροειδείς» αστρον. ονομασία δύο ομάδων αστεροειδών τών … Dictionary of Greek
τρωικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με την Τροία: Τρωικός πόλεμος. 2. ουδ. πληθ. ως ουσ., τρωικά τα χρόνια του τρωικού πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τρωικός πόλεμος — Bλ. λ. Τροία … Dictionary of Greek
Τρωικά — Τρωικός Trojan neut nom/voc/acc pl Τρωικά̱ , Τρωικός Trojan fem nom/voc/acc dual Τρωικά̱ , Τρωικός Trojan fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικῶν — Τρωικός Trojan fem gen pl Τρωικός Trojan masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικόν — Τρωικός Trojan masc acc sg Τρωικός Trojan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικαῖς — Τρωικός Trojan fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικαί — Τρωικός Trojan fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικοῖς — Τρωικός Trojan masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικοῖσι — Τρωικός Trojan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)