-
21 κυρτος
I.31) выгнутый, вздувшийся(κῦμα Hom.)
2) искривленный, кривой(τὼ ὤμω κυρτώ, sc. τοῦ Θερσίτου Hom.)
3) горбатый(κάμηλος Babr.)
4) согнутый в круг, закругленный(τροχός Eur.)
5) выпуклый(ἥ γῆ, ἥ γραμμή Arst.)
6) раздутый, пузатый(κύπελλα Anacr.)
II.ὅ1) верша(κύρτοι καὴ δίκτυα Plat.)
2) клетка(φυλάττειν ἐν τοῖς κύρτοις Arst.; ψιττακὸς ἀφεὴς κύρτον Anth.)
-
22 ολοιτροχος
ὁλοίτροχος, ὀλό-τροχοςI2катящийся(πέτροι Hom., Theocr.)
IIὅ (sc. πέτρος) обкатанный камень, круглая глыба Xen. -
23 ολοτροχος
-
24 ολοτροχος...
ὀλότροχος...ὁλοίτροχος, ὀλό-τροχοςI2катящийся(πέτροι Hom., Theocr.)
IIὅ (sc. πέτρος) обкатанный камень, круглая глыба Xen. -
25 περιδινεω
кружить, вращать(τέν ναῦν Luc.; ὅ τροχὸς περιδινούμενος Xen.)
ἑαυτὸν κύκλῳ π. Aeschin. — кружиться;τὸ περιδινῆσαν Plut. — круговорот -
26 περιτροχος
-
27 υποτροχος
-
28 αγγειοπλαστικός
η, ό[ν] гончарный;τροχός αγγειοπλαστικός — гончарный круг
-
29 άμαξά
η1) экипаж, карета;φορτηγός άμαξά — повозка, подвода, фургон;
σιδηροδρομική άμαξά — железнодорожный вагон;
§ τα εξ αμάξης ругань, брань;σέρνω (или ψάλλω) τα εξ αμάξης бранить, поносить; πέμπτος τροχός της αμάξης погов, пятое колесо в телеге -
30 αμοιβός
-
31 οδοντωτός
-
32 προωστήριος
α, ον винтовой, гребной;προωστήριος τροχός — гребное колесо
-
33 5164
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5164
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροχός — wheel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχος — τροχός wheel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
τρόχος — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
τροχός — ο 1. μεταλλικός ή ξύλινος κυκλικός δίσκος που περιστρέφεται σε άξονα και που με αυτόν κινούνται τα οχήματα και οι μηχανές, η ρόδα. 2. ό,τι έχει σχήμα τροχού. 3. όργανο βασανιστηρίων στο μεσαίωνα, πάνω στο οποίο πέθαινε ο κατάδικος, αφού του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τροχός τὰ ἀνθρώπινα. — τροχός τὰ ἀνθρώπινα. См. Колесо фортуны … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
τρόχω — τροχός wheel masc nom/voc/acc dual τροχός wheel masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχοῖο — τροχός wheel masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχοῖς — τροχός wheel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχοῖσι — τροχός wheel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)