-
1 страшный
страшн||ыйприл1. (устрашающий) φοβερός, τρομερός, τρομακτικός·2. (ужасный, сильный) φοβερός, τρομερός:\страшныйый лгун τρομερός ψεύτης· \страшныйый холод τό φοβερό κρύο· \страшныйый насморк τό φοβερό συνάχι. -
2 ужасающий
ужас||ающий1. прич. от ужасать·2. прил φρικτός, τρομακτικός, τρομερός:\ужасающийа́ющая погода ὁ ἀπαίσιος καιρός. -
3 грозный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно.1. τρομερός, φοβερός• τρομακτικός•-ое оружие τρομερό όπλο•
грозный взгляд τρομαχτικό βλέμμα•
-ые события φοβερά γεγονότα•
грозный час τρομερή ώρα•
-мститель τρομερός εκδικητής.
2. (απλ.) σκληρός, αυστηρός•грозный муж αυστηρός σύζυγος.
-
4 страшный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. φοβερός, τρομερός• τρομακτικός•страшный сон τρομακτικό όνειρο•
страшный взгляд φοβερή ματιά.
|| επικίνδυνος•страшный путь φοβερός δρόμος•
страшный час φοβερή ώρα (στιγμή).
2. δυνατός, ισχυρός•-ая боль φοβερός πόνος•
страшный холод φοβερό κρύο•
-ая скука φοβερή πήξη.
εκφρ.страшный суд – δευτέρα παρουσία.
См. также в других словарях:
τρομακτικός — και τρομαχτικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που προκαλεί τρόμο, τρομερός («τρομακτική θαλασσοταραχή») 2. μτφ. εκπληκτικός, απίστευτος (α. «τρομακτικό θάρρος» β. «τρομακτικό βάθος»). επίρρ... τρομακτικώς και τρομακτικά Ν με τρόπο που προξενεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… … Dictionary of Greek
αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
εκφοβητικός — και εκφοβιστικός, ή, ό(ν) (AM ἐκφοβητικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί φόβο, τρομακτικός … Dictionary of Greek
εφιαλτικός — ή, ό (Α ἐφιαλτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα») 2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικός αρχ. δαιμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την … Dictionary of Greek
θαμβευτής — θαμβευτής, ό (Α) [θαμβεύω] 1. αυτός που προκαλεί κατάπληξη 2. ο τρομακτικός … Dictionary of Greek
κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… … Dictionary of Greek
μακάβριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεκρούς ή στον θάνατο 2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, τρομακτικός. επίρρ... μακάβρια με μακάβριο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. macabre, πιθ. από το όν. ενός ζωγράφου Macabre, που ζωγράφισε χορό… … Dictionary of Greek
οπιδνός — ὀπιδνός, ή, όν (Α) φοβερός, τρομακτικός, επίφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀπίζομαι (Ι) (< *ὀπίδjομαι < ὄπις) + κατάλ. νός (πρβλ. αλαπαδ νός, τερπ νός)] … Dictionary of Greek
παμφόβερος — παμφόβερος, έρα, ον (Α) πάρα πολύ φοβερός, πάρα πολύ τρομακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φοβερός] … Dictionary of Greek