-
1 τριταλας
См. также в других словарях:
τριτάλας — αινα, αν, ΜΑ τρεις φορές τάλας*, πολύ δυστυχισμένος («τριτάλαιναι κόραι Φαέθοντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + τάλας «δυστυχής»] … Dictionary of Greek
1 τριταλας
τριτάλας — αινα, αν, ΜΑ τρεις φορές τάλας*, πολύ δυστυχισμένος («τριτάλαιναι κόραι Φαέθοντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + τάλας «δυστυχής»] … Dictionary of Greek